Ενθρονιστήριος λόγος Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ. κ. Ευγενίου Ι. Μ. Ναός Αγίου Μηνά Ηρακλείου 5 Φεβρουαρίου 2022
ΕΝΘΡΟΝΙΣΤΗΡΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΗΤΗΣ κ. ΕΥΓΕΝΙΟΥ
(Ἡράκλειο, 5 Φεβρουαρίου 2022)
Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Αὐστρίας κ.κ. Ἀρσένιε καί Πανοσιολογιώτατε ἅγιε Μέγα Πρωτοσύγκελλε κ. Θεόδωρε, ἐκπρόσωποι τῆς Α.Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριάρχου Κυρίου Κυρίου ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ,
Ἐξοχώτατε κ. Πρωθυπουργέ,
Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Γέροντα Λεοντοπόλεως κ.κ. Γαβριήλ, ἐκπρόσωπε τῆς Α.Θ. Μακαριότητος τοῦ Πάπα καί Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Κ.Κ. Θεοδώρου,
Θεοφιλέστατε Ἐπίσκοπε Μεσαορίας κ.κ. Γρηγόριε, ἐκπρόσωπε τῆς Α. Μακαριότητος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Νέας Ἰουστινιανῆς καί πάσης Κύπρου Κ.Κ. Χρυσοστόμου,
Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Κασσανδρείας κ.κ. Νικόδημε, ἐκπρόσωπε τῆς Α. Μακαριότητος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Κ.Κ. Ἱερωνύμου,
Πανοσιολογιώτατε Ἀρχιμανδρίτα κ. Πορφύριε, ἐκπρόσωπε τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Σινᾶ κ.κ. Δαμιανοῦ,
Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Λάμπης, Συβρίτου καί Σφακίων, κ.κ. Εἰρηναῖε, Τοποτηρητά τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κρήτης,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀδελφοί, οἱ συγκροτοῦντες τήν Ἱεράν Ἐπαρχιακήν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, καί Θεοφιλέστατε Ἀρχιγραμματεῦ Αὐτῆς,
Σεβασμιώτατοι καί Θεοφιλέστατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Κυρία Ὑπουργός Παιδείας καί Θρησκευμάτων,
Κύριε ἐκπρόσωπε τῆς Ἀξιωματικῆς Ἀντιπολίτευσης,
Κύριε Πρόεδρε τοῦ «Κινήματος Ἀλλαγῆς»,
Κυρίες καί Κύριοι Ὑπουργοί καί Βουλευτές,
Κύριε Περιφερειάρχα Κρήτης,
Κύριε Δήμαρχε Ἡρακλείου καί λοιποί Δήμαρχοι τῆς νήσου μας,
Κύριοι Πρυτάνεις, Κύριοι Καθηγητές,
Κύριε Γενικέ Γραμματέα Θρησκευμάτων, Κύριοι Ἀρχηγοί,
Κύριοι ἐκπρόσωποι τῶν Πολιτικῶν, Στρατιωτικῶν, Δικαστικῶν καί Ἐκπαιδευτικῶν Ἀρχῶν,
Ἄρχοντες Ὀφφικιάλιοι τῆς Μητρός Ἐκκλησίας,
Ἀγαπητοί μου πατέρες καί ἀδελφοί, οἱ ἐκ τοῦ Ἱεροῦ Καταλόγου,
Ὁσιώτατοι Ἡγούμενοι καί μέλη τῶν Μοναχικῶν Ἀδελφοτήτων,
Εὐλογημένα καί πιστά μέλη τοῦ πληρώματος τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κρήτης, τέκνα γνήσια κατά κοινήν πίστιν.
Ἄς εἶναι εὐλογημένο τό ὑπερύμνητο ὄνομα τοῦ Μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος, κατά τό πολύ Αὐτοῦ ἔλεος, εὐλογεῖ τό βηματισμό τῶν παιδιῶν Του καί τά κατευθύνει στήν ἀγαπητική κοινωνία μαζί Του, στήν ἀγαπητική διακονία τῶν ἀδελφῶν Του, στήν ἀγαπητική προσφορά τῆς ζωῆς τους στό Σῶμα τῆς Ἁγίας Του Ἐκκλησίας. Τῆς Ἐκκλησίας πού συχνά μέσα ἀπό ἀντιξοότητες, ἄλλοτε πάλι μέσα καί ἀπό παραδοξότητες, πάντα ὅμως κατά τό Θεῖο Του Θέλημα πορεύεται στόν κόσμο, τόν προσλαμβάνει χωρίς ἡ ἴδια νά ἐκκοσμικεύεται, τόν ἀγκαλιάζει, τόν συγχωρεῖ, τόν ἁγιάζει, τόν μεταμορφώνει, τόν ἀνασταίνει, τόν σώζει.
Αὐτός εἶναι ὁ λόγος τῆς ὕπαρξής της, αὐτή καί ἡ ἀποστολή της, ἡ εἰρήνευση τῶν ψυχῶν μέ τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, γιά νά γίνεται πράξη τό «ἐπὶ γῆς εἰρήνη», ὅπως καί «ἐν οὐρανοῖς». Καί ὅλοι ἐμεῖς, οἱ ταπεινοί ἐργάτες της, «οἱ καταξιωθέντες λειτουργεῖν τῷ ἁγίῳ θυσιαστηρίῳ, οὐ διὰ τὰς δικαιοσύνας ἡμῶν, ... ἀλλά κατά τό πολύ αὐτοῦ ἔλεος», ἐργαζόμαστε γι᾿ αὐτό, «εὐαγγελιζόμενοι τὴν εἰρήνην» σέ ψυχές συχνά ἀνειρήνευτες, πού ἴσως τήν ἀναζητοῦν ἀλλοῦ ἤ τήν βιώνουν σέ κακέκτυπες ἐκδοχές της, προτρέποντάς τις «Εἰρήνη ὑμῖν. Εἰρήνη πᾶσι».
Ἀγαπητοί μου πατέρες, ἀδελφοί καί φίλοι.
«Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία αἰώνια ὑπόθεση τοῦ Θεοῦ, μία ἱστορική πραγματικότητα, στήν ὁποία συνεχῶς ἀποκαλύπτεται καί ἐργάζεται ὁ Θεός. Ἄν ὁμιλοῦμε μεμονωμένα γιά τά ἀνθρώπινα στοιχεῖα καί πράγματα ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, τότε δέν πράττομε σωστά. Ἀλλά καί δέν σκεπτόμαστε συνετά, ὅταν γιά πολλούς ἀπό ἐμᾶς Ἐκκλησία εἶναι ἡ σπουδαιοφάνεια τῶν πιστῶν ἤ τῶν διακόνων της. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό αἰώνιο σήμερα, τό παρόν τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τοῦ ἀνθρώπου. Καί ἡ λύση στά προβλήματα τοῦ κόσμου βρίσκεται στό πῶς τό σήμερα τοῦ Θεοῦ θά παρακολουθεῖ τό σήμερα τοῦ ἀνθρώπου, τό πῶς τό αἰώνιο θά παρακολουθεῖ καί θά ἐξαγιάζει τίς στιγμές καί τό παροδικό.» (Καρδαμάκης)
Οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά μήν εἴμαστε σκληρόκαρδοι καί ρηχοί, χωρίς στοχασμό καί διορατικότητα, γιά νά εἴμαστε ἀληθινοί μαθητές τοῦ Χριστοῦ, κατά τήν «Καινήν Ἐντολήν» Του στό Μυστικό Δεῖπνο, ἀγωνιζόμαστε νά ἀποκτήσομε θεολογία καιομένης καρδίας «ὑπέρ παντός», ἀγωνιζόμαστε νά ἀποκτήσομε αὐτό πού εἶναι τελικά ἡ ἀγάπη. Ἀκολουθῶντας αὐτήν τήν ὁδό καί ὁ ἐπιστήθιος μαθητής Του καί μεγάλος μας διδάσκαλος «πλήρης ὤν τῆς ἀγάπης, πλήρης γέγονε καί τῆς θεολογίας».
Σέ αὐτήν τήν ἱερή ἀποστολή στόν ἴδιο του τόν ἑαυτό, στήν ἀπόκτηση τῆς ἀγάπης, μήπως κάποτε δυνηθεῖ νά ἀποκτήσει καί τή θεολογία, ἀποδόθηκε πρίν τριάντα χρόνια καί ἐκεῖνος πού σᾶς ὁμιλεῖ, πού δέν μποροῦσε ποτέ νά φαντασθεῖ ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀγάπη σας θά τόν ἐνθρόνιζε σήμερα σέ αὐτόν τόν ἅγιο καί ὑψηλό ἀποστολικό Θρόνο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, εἰς διαδοχήν Μεγάλων καί σπουδαίων, πρό πάντων Ἁγίων, Ἀρχιεπισκόπων, τούς ὁποίους ἀπό τήν παιδική ἡλικία διηκόνησε.
Ἀνερχόμενος τίς βαθμῖδες αὐτοῦ τοῦ Θρόνου δέν μπορεῖ νά λησμονήσει πώς κάποτε βρισκόταν στά κράσπεδά του, ὡς ἱερόπαις δίπλα στόν Ἀρχιεπίσκοπο Εὐγένιο, ἀλλά καί δέν λησμονεῖ τήν πρώτη φορά πού πρίν ἀπό δεκαεπτά ἔτη ἀνῆλθε σέ αὐτόν, κατά τή χειροτονία του ὡς Ἐπισκόπου Κνωσοῦ καί Βοηθοῦ τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Τιμοθέου, καί προσκύνησε τήν εἰκόνα τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέως πού ἀναγράφει τό δωρητή της, Ἀρχιεπίσκοπο Εὐγένιο, εἰς μνημόσυνον αἰώνιον αὐτοῦ.
Ἐδῶ λοιπόν, στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τοῦ ἀσημοκοντοσγουρογέννη Καπετάνιου τοῦ Μεγάλου Κάστρου, τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Μηνᾶ, σήμερα ἔρχομαι καί πάλι, κουβαλῶντας στό γυλιό τῆς στρατείας μου ἁμαρτίες ἀφενός καί ἀτοπήματα, ἀλλά καί πίστη καί ἐλπίδα στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἀφετέρου. Ἔρχομαι γιά τήν ὑπαπαντή μου μετά τήν Ὑπαπαντή, μέ μιά νέα ἰδιότητα αὐτή τή φορά. Αὐτήν πού ὁ Ἅγιος Θεός μοῦ χάρισε, ἐπιλέγοντάς με μεταξύ ὑπεραξίων ἰσαδέλφων μου, μέ τήν σοφή κρίση καί Πατρική εὔνοια τοῦ Παναγιωτάτου Πατρός καί Πατριάρχου μας κ.κ. Βαρθολομαίου καί μέ ψήφους κανονικές τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Μητέρας μας Ἐκκλησίας, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, στό ὁποῖο ἡ ἡμιαυτόνομη Ἐκκλησία τῆς Κρήτης ἔχει τό μέγα προνόμιο τῆς κανονικῆς της ἀναφορᾶς.
Δοξολογῶ τόν Πανάγαθο Θεό πού μέ καθιστᾶ σήμερα διάδοχο τοῦ Πρωτεπισκόπου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, Ἁγίου Ἀποστόλου Τίτου, οἱ ὑποθῆκες στόν ὁποῖο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, διά τῆς πρός αὐτόν ἐπιστολῆς του, ἀποτελοῦν ὑποθῆκες καί γιά τή δική μου ἀναξιότητα. Οἱ Ἐπίσκοποι γινόμαστε μέν «θρόνων διάδοχοι» τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἀλλά καθημερινός ἀγώνας μας εἶναι νά γίνομε καί «τρόπων μέτοχοι» ἐκείνων. Μορφές μεγάλες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως αὐτή τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης, τοῦ Ἱεροσολυμίτου, τοῦ Ἁγίου Μύρωνος, καί τελευταῖα τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Γερασίμου καί τῶν σύν αὐτῷ, πού τελειώθηκαν στόν τόπο αὐτό πρίν ἀπό 200 ἀκριβῶς χρόνια, νοηματοδοτοῦν τήν πορεία τῶν διαδόχων τους, πού ὀφείλουν νά εἶναι «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατρᾶσι». Ἐκεῖνοι, ὁ καθένας μέ τό χάρισμά του, καλλιέργησαν τήν Ἁγία μας Ἐκκλησία καί παρέδωσαν ὁ ἕνας στόν ἄλλο τήν σκυτάλη ἑνός ἔργου μεγάλου καί σωτήριου. Ἐργάσθηκαν σέ συνθῆκες δύσκολες, ἀσύλληπτες γιά τά δικά μας δεδομένα, μέσα στίς ἐναλλαγές τῆς ἱστορίας, καί στερέωσαν τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἔζησαν «διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ... ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες» (Β΄ Κορ. ς΄ 8-10).
Τίς ἅγιες εὐχές τους ἐκζητῶ, ὅπως καί τῶν προκατόχων μου, ἰδιαίτερα τῶν τελευταίων, Γερασίμου τοῦ Λετίτζη, κτήτορος τοῦ μικροῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, τοῦ ἀπό Κρήτης Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Διονυσίου Ε΄, θεμελιωτοῦ αὐτοῦ τοῦ ναοῦ, Τιμοθέου τοῦ Καστρινογιαννάκη, Εὐμενίου τοῦ Ξηρουδάκη, Τίτου τοῦ Ζωγραφίδη, Τιμοθέου τοῦ Βενέρη, Βασιλείου τοῦ Μαρκάκη καί ὅλων τῶν Ἐπισκόπων τοῦ νησιοῦ μας, καθώς μυστικά σήμερα τούς βλέπω παρόντες, κύκλῳ τῆς Ἁγίας Τραπέζης, γιά νά συνεχισθεῖ μέχρι νά θέλει ὁ Θεός καί ἀπό τήν δική μου ἀσθενική παρουσία ἡ ἀποστολική διαδοχή καί ἡ ἱστορική διαχρονική μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας μας. Δόξα τῷ Θεῷ, ἀμέτρητα λείψανα τοῦ εὐεργετικοῦ περάσματός τους ἀπό τή Μεγαλόνησο φανερώνονται στίς ἀμέτρητες βασιλικές τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων καί ἀργότερα, μνημεῖα πίστεως προγονικά, πού διάσπαρτα ὑπάρχουν στή γῆ της. Δόξα τῷ Θεῷ, πού τά ἅγια ὀνόματά τους θησαυρίζονται στά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, στά Συναξάρια, στίς ἱστορικές καταγραφές. Δόξα τῷ Θεῷ, πού ὅλοι, ἄν καί ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω, εἶναι παρόντες μέ ἕνα μυστικό μοναδικό τρόπο στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί εὐλογοῦν τόν δικό μας βηματισμό. Τό νοιώθουμε, τό αἰσθανόμαστε, τό ψηλαφοῦμε. Καί μέ εὐγνωμοσύνη μνημονεύομε τά ὀνόματα ὅλων τους, καί, ἰδιαίτερα σήμερα, τοῦ τελευταίου πού προστέθηκε στό Ἁγιολόγιο ἀπό τή Μητέρα μας Ἐκκλησία τήν ἴδια ἡμέρα τῆς ἐκλογῆς μου, τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου τοῦ Λουκάρεως, Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, τοῦ Κρητός.
Ὁ Χριστός ὄντως σημάδεψε τήν Κρήτη, τήν «καλή καί πίειρα, περίρρυτο γαία», τήν ὡραία καί εὔγονη δηλαδή γῆ πού κείτεται στή θάλασσα, κατά τόν Ὅμηρο, καί ἡ ὁποία, ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Κισάμου Εἰρηναῖος, «δύο χιλιάδες χρόνια τώρα ἐμπνέεται καί δυναμώνεται ἀπό τό πνεῦμα τοῦ Σταυροῦ, τό πνεῦμα τῶν μεγάλων ἰδανικῶν, τοῦ ἡρωισμοῦ καί τῆς θυσίας... Στούς εἴκοσι αἰῶνες ἡ Κρήτη σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε πολλές φορές, γονάτισε καί ξαναστάθηκε πάλι ὀρθή καί ὁ ἀντρειωμένος», ὁ κάθε Κρητικός, εἶναι ἕνας ἥρωας καμωμένος ἀπό τό ἅγιο χῶμα της, τό νοτισμένο ἀπό αἵματα ἡρώων καί μαρτύρων, ἀπό ἱδρῶτες τίμιου κόπου καί ἀπό δάκρυα, ἄλλοτε πόνου καί ἄλλοτε χαρᾶς. Ἡ λαϊκή μας μοῦσα τόν ψάλλει ἔτσι· «τόν ἀντρειωμένο μήν τόν κλαῖς ὅσο καί ν᾿ ἀστοχήσει, μά ἄν ἀστοχήσει μιά καί δυό πάλι ἀντρειωμένος θά ᾿ναι».
Στήν κορφή τοῦ γερο-Ψηλορείτη ὁ Τίμιος Σταυρός ἀποτελεῖ τό ὁρατό σημάδι τοῦ Χριστοῦ στήν Κρήτη. Καί λίγο πιό κάτω, στήν ἀρχαία Γόρτυνα, ὁ Τίτος, ὁ Πρωτεπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐξακολουθεῖ νά διαβάζει στά ἔκγονά του αὐτό πού τοῦ ἔγραψε ὁ Παῦλος καί τό κρατᾶ πλέον στόν κόρφο της ἡ Κρήτη, μνημεῖο καί μαρτυρία, παρακαταθήκη καί προτροπή, πώς ὁ Χριστός πλούσια τήν εὐλόγησε· «Τέκνον Τίτε, ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις, παιδεύουσα ἡμᾶς, ἵνα ἀρνησάμενοι τὴν ἀσέβειαν καὶ τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν».
Ἐν πρώτοις, παρακαλῶ νά μοῦ ἐπιτρέψετε νά στρέψω ξανά τόν λόγο στή μεγάλη καί χαρισματική μορφή, τοῦ ἱστορικοῦ Πρωθιεράρχου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης Εὐγενίου τοῦ πρώτου καί ἀνεπανάληπτου. Αὐτή ἡ φωτεινή μορφή, πού ἀκτινοβολοῦσε φῶς Χριστοῦ, χαράχτηκε μέσα στήν παιδική μου ψυχή πρίν τέσσερις δεκαετίες καί πλέον. Και τό βαρύ ὄνομά του μοῦ ἐμπιστεύθηκε ἡ Ἐκκλησία νά λιτανεύω ὡς τήν αἰωνιότητα. Θά εὐγνωμονῶ ἐσαεί ἐκεῖνον πού μοῦ τό χάρισε, μέ τήν ἐντολή νά τοῦ μοιάσω. Καί τώρα μόνο κατάλαβα τί κατεργαζόταν ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπό τότε πού, μικρά παιδιά κάθε Σάββατο, μαζί μέ τόν Σεβ. Μητροπολίτη Πέτρας καί Χερρονήσου κ. Γεράσιμο, εὐπρεπίζαμε τό μνῆμα του. Πάντα μοῦ ἔκανε ἐντύπωση καί εἶχα τήν ἀπορία γιά ἐκεῖνο τό «Α΄» πού ἀκολουθοῦσε τό ὄνομα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου στήν ἐπιτύμβια μαρμαρόπλακα. Τώρα, σαράντα και πλέον χρόνια μετά, ἡ ἀπορία αὐτή βρῆκε τή λύση της, ἀφοῦ τό «Β΄» ἦλθε νά προστεθεῖ στό δικό μου ταπεινό ὄνομα. Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν.
Μαζί μέ τή μορφή ἐκείνου μνημονεύω ὀφειλετικά τήν ἱερή μορφή τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Τιμοθέου, τοῦ ὁποίου ἕως τῶν ἐσχάτων Βοηθός Ἐπίσκοπος καί συνεργάτης ἄμεσος διετέλεσα. Ἄνθρωπος ἀγάπης καί εὐγένειας. Ἄνθρωπος ἀρετῆς καί κοινωνικῆς εὐαισθησίας, διδακτικός καί προσευχητικός, ἐφάμιλλος ἁγίων προσωπικοτήτων τοῦ 20οῦ αἰώνα καί «πηγὴ ὕδατος ζῶντος» γιά χιλιάδες ψυχές πάσχουσες ἀπό λιμόν «τοῦ ἀκοῦσαι λόγον Κυρίου».
Καί ἔπειτα, μέ βαθύτατο σεβασμό, αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά λάβω, μαζί μέ τίς εὐχές τους ὡς συνοδῖτες στό δρόμο τῆς διακονίας μου, καί τήν εὐχή τοῦ ἀμέσου προκατόχου μου, Ἀρχιεπισκόπου Εἰρηναίου. Ἀποτελεῖ εὐλογία γιά μένα, ὅπως καί γιά ὅλους μας, ἡ γλυκεία παρουσία του ἀνάμεσά μας. Ἐκεῖνος «καί ἁπλῶς φαινόμενος πολλῆς γέμει χάριτος». Καί ἄν δέν ὁμιλεῖ, σίγουρα πάντως διδάσκει. Καί μέ τό χαμόγελό του, τήν ἰώβειο ὑπομονή του, τήν προσευχή του λέγει περισσότερα ἴσως ἀπό ὅσα ἔλεγε ὅταν κινοῦνταν καί ἔτρεχε καί κήρυττε καί δέν ἔδινε στά βλέφαρά του νυσταγμό καί στούς κροτάφους του ἀνάπαυση.
Μετά ἀπό αὐτή τήν ἀναφορά γυρίζω πάλι πίσω στίς ἀράδες τοῦ εἰληταρίου τῆς ζωῆς γιά νά ἐνθυμηθῶ πρόσωπα καί πράγματα πού τή σημάδεψαν. Δέν θά σᾶς κουράσω μέ τήν παράθεση ἀμέτρητων ὀνομάτων εὐεργετῶν τῆς ζωῆς μου. Κάποιοι μάλιστα βρίσκονται καί ἀνάμεσά μας καί συγχαίρουν αὐτήν τήν ἱερή ὥρα. Ὅπως ἡ ἀδελφή τῆς μητέρας μου, συμπαραστάτρια μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς, πού ἔζησε γιά νά δεῖ αὐτήν τήν ὥρα, ὁ δάσκαλός μου πού μέ ἔστειλε νά μάθω τί θλιβερό ἀνήγγειλε πένθιμα ἡ καμπάνα τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ ἐκεῖνο τό ἀξέχαστο μεσημέρι τῆς 7ης Φεβρουαρίου 1978, οἱ ἱερεῖς τῆς Παναγίας τῶν Σταυροφόρων καί ἄλλοι πολλοί. Ὁ Θεός νά τούς χαρίζει τά ἀγαθά Του κατά τήν ἀγαπῶσα καρδία τους καί ἄς μνησθεῖ στή Βασιλεία Του τῶν μακαριστῶν γονέων μου, Χρήστου καί Γεωργίας, τῆς Γερόντισσας Εὐγενίας, ἀδελφῆς τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Εὐγενίου, τῶν οἰκείων τῆς πίστεως καί τῶν διδασκάλων μου. Καί ὅσων κατά καιρούς ἦλθαν ἀρωγοί στό ταπεινό ἐκκλησιαστικό μου ἔργο.
Εὐχαριστῶ καί ὅλους ἐσᾶς ἀπό καρδιᾶς, πού ἤλθατε γιά νά βάλομε μαζί τό Εὐλογητός τῆς νέας μου διακονίας, γιά νά πραγματώσουμε τό ὀμοθυμαδόν τῶν Ἀποστόλων, σέ αὐτήν τήν προσευχητική καί δοξολογική σύναξη, καί πού γίνεσθε μάρτυρες αὐτόπτες καί αὐτήκοοι τῆς συνέχειας τῆς διαδοχῆς τῆς Ἀρχιεπισκοπικῆς διακονίας καί τῆς προσθήκης ἑνός ἀκόμη κρίκου στήν ἁλυσίδα της.
Σήμερα ἐδῶ, ἐξομολογοῦμαι στήν ἀγάπη σας, μέ βρίσκετε ἐντελῶς ἀπρόθυμο νά προβῶ σέ ὑποσχετικές διακηρύξεις. Τήν πρόταση ζωῆς πού κήρυξε ὁ Χριστός μας ἦλθα νά σᾶς παρακαλῶ καθημερινά νά ἀκολουθοῦμε μαζί καί νά εἴμαστε, νά ἀποτελοῦμε, ὄντως Ἐκκλησία, Μητέρα ὅλων τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ πού ἀναπαύει στήν ἀγκαλιά της ὅλους ὅσοι τό ἐπιθυμοῦν, χωρίς ἐξαιρέσεις, καί κατεξοχήν τούς «κοπιῶντας καί πεφορτισμένους» αὐτῆς τῆς ζωῆς, ὅπως οἱ εὐσεβεῖς προγονοί μας ἀνέγραψαν στό ὑπέρθυρο τοῦ ἐξωνάρθηκα αὐτοῦ τοῦ περικαλλοῦς καί παμμεγέθους Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ. Αὐτό θά διακονῶ, ἀκόμη καί ἄν χρειασθεῖ σταυρική μετοχή πού θά καταυγάζεται ἀπό τό φῶς καί θά νοηματοδοτεῖται ἀπό τήν ἐλπίδα τῆς Ἀνάστασης.
Πάντα πίστευα δυνατά αὐτό πού ψηλαφοῦσα στήν ἐκκλησιαστική ζωή, πώς ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου δέν γίνεται μέ διαγγέλματα, ἀλλά μέ ἀγώνα καί θυσία. Ὅπως εἶχα πεῖ κατά τήν εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονία μου: «Ἐπειδή τίποτε στή ζωή μας δέν γίνεται χωρίς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐμεῖς, ὅταν καί ὅπως ἐκφρασθεῖ αὐτό τό θέλημα, κύπτομε τόν αὐχένα στήν πανσθενῆ βουλή Του, ἀποδεχόμαστε τό ἐπίταγμα, παίρνομε στούς ἀνάξιους ὤμους μας τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του καί ὁδεύομε στό ὑπέρ αὐτῆς μαρτύριο λέγοντας: «Ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξε οὕτω καί ἐγένετο, εἴη τό ὄνομα Αὐτοῦ εὐλογημένον»» (Ἰώβ α΄ 21).
Αὐτό ἐπαναλαμβάνω καί σήμερα μέ ὅλη μου τήν δύναμη. «Διακονῆσαι αὐτός ἐλήλυθα». Ἤλθα γιά νά διακονήσω τό μυστήριο τῆς σωτηρίας σας. Στήν ἔναρξη τῆς διακονίας αὐτῆς ὀφείλω νά ὁμολογήσω ἐνώπιόν σας. Πώς ἀπό τήν ἡμέρα τῆς γεννήσεώς μου ἕως σήμερα ὁ Θεός μέ εὐεργέτησε «πολυειδῶς καί πολυτρόπως», μοῦ ἐχάρισε πλούσια τίς δωρεές του. Ἐκεῖνος, «ὁ Πατήρ τῶν οἰκτιρμῶν καί Θεός πάσης παρακλήσεως», ἔγινε ὁ Πατέρας μου, ὅπως μητέρα μου ἔγινε ἡ Ἁγία Ἐκκλησία Του καί ἀδέλφια μου ὅλα τά παιδιά της. Καί ἔτσι δέν αἰσθάνθηκα μόνος ὅταν σέ μικρή ἡλικία στερήθηκα τούς γονεῖς. Ἡ Παναγία μας ἦταν πάντα παροῦσα. Αἰτία τῆς χαρᾶς τῆς ὕπαρξής μου ἡ Μεγαλόχαρη τῆς Τήνου καί ἔπειτα ἡ Παναγία τῶν Σταυροφόρων, ἡ Παναγία ἡ Κερά Καρδιώτισσα, ἡ Μεγάλη Παναγία στή Νεάπολη, ἡ Μεγάλη Παναγία στό Ρέθυμνο, ἡ ἐπονομαζόμενη Κερά τοῦ Ρεθέμνους, ἡ Παναγία ἡ Μεσοπαντήτισσα τοῦ Χάνδακα μοῦ φανέρωναν διαρκῶς σημεῖα τῆς θεομητορικῆς στοργῆς καί προστασίας τοῦ προσώπου μου. Εὐγνωμόνως Τήν εὐχαριστῶ.
Μέ ἀγάπη πολλή, ὅση διαθέτω, στρέφω τό λογισμό καί τό λόγο μου στήν θεόδμητο καί θεοστήρικτο Μητέρα Ἐκκλησία, τήν καθηγιασμένη καί καθημαγμένη Μεγάλη Μητέρα ὅλων μας, καί στόν σεμνό καί στιβαρό οἰακοστρόφο τῆς νηός της, τόν Πατέρα καί Πατριάρχη μας, τόν Πατέρα τῆς οἰκογένειας τῶν Πανορθοδόξων, κ.κ. Βαρθολομαῖο. Στόν θεοδόξαστο καί θεοφύλακτο Οἰκουμενικό Θρόνο ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης ὑπάρχει ἀφοσιωμένη θυγατέρα καί καυχᾶται ἐν Κυρίῳ ὁσάκις κατονομάζεται ὡς «ἡ ναυαρχίς» αὐτοῦ. Ἔτσι ἦταν, εἶναι καί θά παραμένει. Καί ὅλοι ἐμεῖς στό πλευρό Ἐκείνου τοῦ Μεγάλου Ἡγήτορος, κυρηναῖοι στήν ἄρση τοῦ σταυροῦ Του καί σταυροῦ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, συνθαπτόμενοι καί συνεγειρόμενοι, συσταυρούμενοι καί συνδοξαζόμενοι. Μοναδική τιμή νά ἀνήκομε στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, πού διακρατεῖ καί διαφυλάττει ἀπαραχάρακτα καί ἀκαινοτόμητα τά τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία καί ταυτότητα, χωρίς εὐσεβιστικές προσθαφαιρέσεις καί ἀνήθικους ἠθικισμούς. Ὁ πόνος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας εἶναι πόνος μας καί οἱ χαρές Της χαρά μας. Εὐχαριστῶ ἀπό τά μύχια τῶν καρδιακῶν μου χώρων τούς ἐκπροσώπους τῆς Αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος, τούς Κρῆτας Ἀδελφούς, Σεβ. Μητροπολίτη Αὐστρίας κ.κ. Ἀρσένιο καί Πανοσιολ. ἅγιο Μέγα Πρωτοσύγκελλο κ. Θεόδωρο, γιά τίς Σεπτές Πατρικές καί Πατριαρχικές Εὐχές τίς ὁποῖες μᾶς κομίζουν μαζί μέ τήν αὔρα τοῦ Βοσπόρου καί τούς παρακαλῶ νά καταθέσουν στόν Πάνσεπτο Οἰκουμενικό Θρόνο καί στόν κλεΐζοντα αὐτόν, Παναγιώτατο Πατριάρχη μας, τήν υἱϊκή ἀγάπη, τό βαθύτατο σεβασμό καί τήν ἀφοσίωση τῶν Ἁγίων Ἀρχιερέων, μελῶν τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου, τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου, τῶν Μοναχικῶν Ἀδελφοτήτων καί τοῦ εὐσεβοῦς καί ἡρωικοῦ λαοῦ τῆς Κρήτης, καθώς καί τοῦ ταπεινοῦ νέου Ἀρχιεπισκ