Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή Ι΄ Λουκά
December 14, 2013
Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης
«Ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ».
Είναι παλιά η ασθένεια. Γιατί μόνο σαν ασθένεια μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς το φαινόμενο αυτό. Όταν κανείς πετυχαίνει κάτι στη ζωή του, όταν προοδεύει, φυσικό είναι να χαρούν και όσοι τον γνωρίζουν. Δεν συμβαίνει όμως με όλους αυτό. Υπάρχουν μερικοί που όχι μόνο δεν χαίρονται αλλά και θλίβονται από την επιτυχία του άλλου. Και δεν πρόκειται για άτομα που θίγονται από ότι ικανοποίησε τον άλλο. Σ’ αυτό ακριβώς έγκειται η αρρώστια, η νοσηρά νοοτροπία και συμπεριφορά. Δεν ευχαριστιούνται γιατί δεν μπορούν να βλέπουν τους άλλους χαρούμενους. Θλίβονται όταν δεν είναι αυτοί οι αίτιοι μιας επιτυχίας. Από ζήλεια; Κι από αυτό. Μα και από εγωισμό και ασπλαχνία. Από διάθεση να μην νιώθουν κάποιον να προάγεται ή να προβάλλεται. Από επιθυμία να μειώνεται η σημασία των έργων οποιουδήποτε άλλου και να υπερτιμάται κάθε δική τους ενέργεια.
Αυτό συνέβη και με τον Αρχισυνάγωγο της ευαγγελικής περικοπής, από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο. Δεκαοχτώ χρόνια έπασχε μια γυναίκα από κύφωση. Δεν μπορούσε ούτε λίγο να ορθώσει το κορμί της. Δεν του ήταν άγνωστη. Πήγαινε τακτικά στη Συναγωγή. Κάθε Σάββατο. Δεν ένιωθε γι’ αυτήν τον παραμικρό οίκτο. Αν και συχνά την έβλεπε. Ήρθε όμως στη Συναγωγή ο Κύριος. Είδε την πάσχουσα αυτή γυναίκα και την σπλαχνίστηκε. Την θεράπευσε. Χαρά απερίγραπτη για την ίδια. Χαρά για όλους, όσοι παρακολούθησαν το θαύμα. Ένας μόνο αποτέλεσε εξαίρεση. Ο Αρχισυνάγωγος. Δυσφόρησε. Επετίμησε τον όχλο γιατί ερχόταν ημέρα Σαββάτου να θεραπευθεί. Φοβήθηκε μήπως παραβιαζόταν η εντολή του Θεού για την αργία του Σαββάτου. Αλλά ο Κύριος αποκάλυψε την ψυχική του διαστροφή. Τον αποκάλεσε υποκριτή. Γιατί πραγματικά υποκριτικό ήταν το ενδιαφέρον του για την εντολή του Σαββάτου. Σκοπός του ήταν να μειώσει την αξία του θαύματος. Να παρουσιάσει και τον Κύριο παραβάτη του Νόμου. Να δημιουργήσει αμφιβολίες, με έντεχνο μάλιστα τρόπο. Να κλονίσει την αγάπη και την εκτίμηση του λαού προς τον Κύριο. Να τον αποσπάει απ’ Αυτόν.
Ένας από τους πιο αποκρουστικούς τύπους, που συναντάμε στις κοινωνίες των ανθρώπων, είναι ο υποκριτής. Και ανάμεσα στους υποκριτές ο περισσότερο αποκρουστικός είναι εκείνος που φοράει το ένδυμα της ευσεβείας. Ο άνθρωπος αυτός είναι εχθρός του Θεού, εκμεταλλευτής των ιερών και των οσίων. Και συνεχώς προσπαθεί με την ευσεβοφάνειά του, με το ψεύτικο ενδιαφέρον του για το θείο θέλημα να προβάλλει συνεχώς τον εαυτό του. Φθονεί και μισεί θανάσιμα τους πραγματικούς ευσεβείς ανθρώπους και προσπαθεί συνεχώς, εν ονόματι της υποκριτικής ευσέβειάς του να τους διαβάλλει ως ασεβείς και να τους υπονομεύει.
Την εποχή του Χριστού οι θρησκευτικοί ηγέτες του Ισραήλ, ιδιαίτερα οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι είχαν φθάσει στο αποκορύφωμα της υποκρισίας. Γυμνοί από κάθε αρετή, χωρίς φόβο Θεού και σεβασμό προς το θείο θέλημα, φιλοχρήματοι, φίλαυτοι και διεστραμμένοι, επινοητές τύπων και καταλυτές της ουσίας, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για την υγιή θρησκευτική μόρφωση του λαού, τον οποίο επιβάρυναν με ανούσιους τύπους, με «φορτία βαρέα καί δυσβάστακτα». Τα όσα καλά έργα έκαναν ήταν «πρός τό θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις». Τα ενδύματά τους ήταν προκλητικά. Τηρούσαν μερικούς εξωτερικούς τύπους, έκαναν και καμιά καλή πράξη, όταν ήταν σίγουροι ότι τους βλέπουν οι άλλοι και προσπαθούσαν να εμπνεύσουν και να επιβάλλουν την πεποίθηση ότι αυτοί και μόνο είναι οι ενάρετοι, οι εκπρόσωποι του Θεού στη γη, οι άξιοι και θεόσταλτοι θρησκευτικοί ηγέτες του Ισραήλ. Και από το σημείο που περνούσαν εκείνοι έπρεπε οι πάντες να παραμερίζουν για να μην έλθουν σε επαφή με ανθρώπους του λαού και μολυνθεί η αγιότητά τους.
Οι θρησκευτικοί αυτοί ηγέτες του Ισραήλ, έτσι όπως τους περιγράψαμε, ήταν φυσικό να έχουν εχθρική στάση κατά του Κυρίου. Και αργότερα κατά των Αποστόλων. Τους ενοχλούσε η απαστράπτουσα αρετή του Κυρίου. Η απόλυτη αναμαρτησία και αγιότητά του. Η κατά πάντα άμεπτη και θεάρεστη συμπεριφορά του, τα αναρίθμητα έργα αγάπης που καθημερινά έκανε.
Όταν κάποτε τους παρατηρούσε κατά πρόσωπο, τους ρώτησε· «τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περί ἁμαρτίας;» . Εκείνοι έσκυψαν ταπεινωμένοι το κεφάλι τους, χωρίς να απαντήσουν, γιατί δεν είχαν τίποτε το πραγματικό για να κατηγορήσουν τον Κύριο. Ιδιαιτέρως μεταξύ τους και στο λαό έλεγαν και διέσπειραν πλήθος συκοφαντιών εναντίον του. Τον κατηγόρησαν ότι δεν τηρεί το Σάββατο, αυτόν ο οποίος αγίαζε με πλήθος αγαθών έργων την ημέρα του Σαββάτου. Τον κατηγορούσαν ότι έχει δαιμόνιο γι’ αυτό μπορεί να διώχνει τα δαιμόνια, αυτόν ο οποίος ήρθε στον κόσμο για να καταλύσει, όπως και πραγματικά κατέλυσε την εξουσία και τα έργα του διαβόλου. Τον κατηγόρησαν ότι είναι αμαρτωλό επειδή συναναστρεφόταν αμαρτωλούς, αυτός ο οποίος ήρθε «ζητῆσαι καί σῶσαι τό ἀπολωλός». Και πόσες άλλες μοχθηρές συκοφαντίες δεν είχε επινοήσει η εμπαθής καρδιά τους.
Και το αποτέλεσμα είναι ότι η μεν αγιότητα του Κυρίου έμεινε απρόσβλητη και ανεπισκίαστη, ενώ αυτοί καταισχύνθηκαν και συνετρίβησαν. Στην ιστορία έχουν μείνει ως το πλέον αποκρουστικό παράδειγμα βδελυρών ανθρώπων, υποκριτών, εχθρών του Θεού.
Οι υποκριτές, οι εχθροί του Θεού και των ανθρώπων του Θεού δεν έλειψαν ποτέ από τις χριστιανικές κοινωνίες. Υπάρχουν ακόμη και μεταξύ εκείνων, που κυκλώνουν το θυσιαστήριο του Κυρίου, μεταξύ των ιερέων και των αρχιερέων, των ανθρώπων, οι οποίοι έταξαν τον εαυτό τους στην ιερή αυτή διακονία. Κι αυτό συμβαίνει είτε διότι αναξίως κατάλαβαν το αξίωμα είτε διότι μετά την χειροτονία τους δελεάστηκαν από τον πειρασμό του χρήματος και της αμαρτίας, εξέπεσαν ηθικά, η καρδιά τους σκληρύνθηκε στην αμαρτωλότητά τους και μεταπήδησαν στην παράταξη των εχθρών του Θεού.
Επειδή δεν θέλουν ούτε να μετανοήσουν ούτε να αφήσουν το αξίωμα που κατέχουν, είναι υποχρεωμένοι να υποκρίνονται. Κι αυτή η υποκρισία τους καταθλίβει, φλογίζει ακόμη περισσότερο την εχθρότητά τους κατά του Θεού και το μίσος τους κατά των ευσεβών χριστιανών, κατά των ειλικρινών εργατών του Ευαγγελίου, των διακόνων της Εκκλησίας. Η ύπαρξη τέτοιων ανθρώπων του Θεού και της Εκκλησίας είναι δριμύς έλεγχος, πυρακτωμένο σίδερο στην καρδιά τους. Δεν μπορούν να το αντέξουν ότι υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι. Υποφέρουν. Περνούν μαρτυρική ζωή μόνο που τους βλέπουν.
Επειδή δεν θέλουν να μιμηθούν το καλό τους παράδειγμα βρίσκονται σε μια διαρκή πολεμική. Θέτουν σε ενέργεια την συκοφαντία, την έντεχνη παραμόρφωση της αλήθειας, την διαστροφή των καλών πράξεων ή των λόγων και των γεγονότων. Μερικές φορές εντέχνως κρύβουν το μίσος τους και υποκρίνονται τον φίλο για να μπορέσουν με τον τρόπο αυτό να κάνουν μεγαλύτερο κακό στον άλλο. Μάς λέει ο Μέγας Βασίλειος· «Ο υποκριτής έχει και φέρει πάντοτε στα βάθη της καρδιάς του το μίσος, προσποιείται μερικές φορές αγάπη, την οποία με επιτηδειότητα δείχνει με την εξωτερική συμπεριφορά του. Και μοιάζει με την απατηλή επικίνδυνη επιφάνεια της θάλασσας, η οποία κρύβει μέσα της υφάλους και παρασύρει στην καταστροφή τους απρόσεκτους».
Ο Ιερός Χρυσόστομος γράφει, ότι ο υποκριτής θέλει να φαίνεται «ὡς εὐλαβής, θέλει καλεῖσθαι ἃγιος καί προσκυνεῖσθαι ὑπό πάντων· ὁρᾷς αὐτοῦ τό ἒξωθεν σχῆμα καί νομίζεις αὐτόν κατά Θεόν ποιεῖν τά πάντα, ἡ δέ καρδιά αὐτοῦ φθόνου γέμει καί δολιότητος καί παντός εἲδους κακῶν».
Αλλά οι μοχθηροί υποκριτές και αν ακόμη κατορθώνουν να εξαπατούν τους αφελείς και να δημιουργούν ζητήματα στους ευσεβείς, όμως δεν διαφεύγουν το άγρυπνο βλέμμα και την δικαιοσύνη του Θεού. «Οἱ ἐχθροί τοῦ Θεοῦ ἀπολοῦνται», διαλαλεί ο ψαλμωδός. Και απευθυνόμενος προς τον Θεό λέει· «ἐμίσησας πάντας τούς ἐργαζομένους τήν ἀνομίαν· ἀπολεῖς πάντας τούς λαλοῦντας τό ψεῦδος» . Και την αλήθεια αυτή την επιβεβαιώνει η ιστορία, αλλά και η προσωπική πείρα του καθενός μας. Αμήν.