Το κήρυγμα της Κυριακής: Η μέλλουσα Κρίση
του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης
Η σημερινή Κυριακή ονομάζεται Κυριακή της Απόκρεω γιατί στη διάρκεια της εβδομάδας που ακολουθεί αρχίζει μια περιορισμένη νηστεία – «αποχή κρέατος» - όπως παραγγέλλουν τα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας μας. Αυτή η παραγγελία γίνεται κατανοητή μόνο μέσα στο φως της προετοιμασίας για το μέγα πέλαγος της νηστείας και του έντονου πνευματικού αγώνα. Η Εκκλησία αρχίζει να μας «προσαρμόζει» στη μεγάλη προσπάθεια που θα απαιτήσει από μας επτά ημέρες αργότερα. Σταδιακά μας βάζει στο μεγάλο αγώνα, γιατί γνωρίζει την ευπάθεια μας και προβλέπει την πνευματική μας αδυναμία.
Η Κυριακή αυτή, τρίτη του Τριωδίου είναι αφιερωμένη στο πιο φοβερό γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας, στη μέλλουσα Κρίση, ως απαραίτητος προβληματισμός των πιστών αυτή την αγωνιστική αυτή περίοδο.
Η μέλλουσα Κρίση είναι θεμελιώδης πίστη της χριστιανικής διδασκαλίας, η οποία θα συμβεί στο τέλος αυτού του κόσμου και περιγράφεται σαφέστατα στο ευαγγέλιο του Ματθαίου (κε΄, 31-46).
Τα γεγονότα που προαναγγέλλονται είναι συγκλονιστικά. Πρωτοφανής για την ιστορία η ένδοξος Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου και η δικαία κρίση Του, για να αποδώσει στον καθένα με βάση τα έργα του. Μέτρο της κρίσεως η αγάπη προς τους αδελφούς, προς τους φτωχούς και πεινασμένους, τους ασθενείς και αδυνάτους, τους άσημους και καταφρονημένους. Αυτούς, τους οποίους οι άνθρωποι χαρακτηρίζουν ως «ἐλαχίστους». Και όμως ο Χριστός, ο ενανθρωπήσας Κύριος «οὐκ ἐπαισχύνεται ἀδελφούς αὐτούς καλεῖν» (Εβρ. β΄ 11). Και την κάθε ευεργεσία που γίνεται σ’ αυτούς, την θεωρεί ότι αναφέρεται στον Ίδιο. Γι’ αυτό και θα πει στους δίκαιους: «ἐφ’ ὃσον ἐποιήσατε ἑνί τοῦτων τῶν ἀδελφῶν μου ἐμοί ἐποιήσατε».
Ο Κύριος δεν παραγνωρίζει τις άλλες αρετές και τα κατορθώματα των δικαίων. Αναφέρει όμως μόνο την αγάπη και την φιλανθρωπία, διότι όπου αυτή υπάρχει, όπου καλλιεργείται και εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως, εκεί υπάρχουν όλες οι υπόλοιπες αρετές. Ο Απόστολος Παύλος ονόμασε «πλήρωμα νόμου» την αγάπη. Διότι, όπου αυτή επικρατεί, φυγαδεύονται οι κακίες, τα μίση, κάθε εμπαθής λογισμός. Απομακρύνεται η κακία, η ψευδολογία, η συκοφαντία, η μνησικακία, η ύβρις, ο εγωισμός γενικά με όλες τις αμαρτωλές εκδηλώσεις του. Αντίθετα όπου βασιλεύει η αγάπη εκεί υπάρχουν στον μέγιστο βαθμό όλες οι αρετές, η ταπεινοφροσύνη και η δικαιοσύνη, η πραότητα και η μακροθυμία, η σεμνότητα και η σωφροσύνη, η εκτίμηση και ο σεβασμός στο πρόσωπο του άλλου, το πνεύμα της αυταπάρνησης και της αυτοθυσίας.
Η αγάπη είναι το πλέον λαμπρό χαρακτηριστικό γνώρισμα των χριστιανών. «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες, εἶπεν ὁ Κύριος, ὃτι ἐμοί μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγάπην ἒχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ιωάν. ιγ΄ 35). Η αγάπη αποτελεί την ευγενέστερη εκδήλωση του αληθινού, χριστιανικού πολιτισμού. Είναι ο ιερότατος σύνδεσμος του ανθρώπου προς τον άνθρωπο και των ανθρώπων προς τον Θεό.
Εκείνος που αγαπάει τον Θεό δεν μπορεί να μην αγαπάει και κάθε άνθρωπο σαν τον εαυτό του. Εκείνος που αγαπάει το Θεό έχει προαγαπήσει τον αδελφό του, γιατί η δεύτερη αγάπη είναι απόδειξη της πρώτης. Εκείνος που λέει ότι αγαπάει τον Κύριο και οργίζεται κατά του αδελφού του μοιάζει με υπνοβάτη, θα μάς πει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής.
Εκείνος που έχει συνηθίσει να αγαπάει τον Θεό στο συνάνθρωπο, επεκτείνει σ’ αυτόν τις εκδηλώσεις της αγάπης του με την ίδια διάθεση με την οποία πλησιάζει το Χριστό.
Φανταστείτε ένα κύκλο σημειωμένο πάνω στο χώμα, λέει ο αββάς Δωρόθεος. Υποθέστε ότι ο κύκλος είναι ο κόσμος και ότι το κέντρο του κύκλου είναι ο Θεός. Ένας αριθμός γραμμών οδηγούν από την περιφέρεια στο κέντρο και αυτές οι γραμμές αντιπροσωπεύουν τους δρόμους της ζωής που οι άνθρωποι μπορούν να ακολουθήσουν. Στην επιθυμία τους να πλησιάσουν το Θεό οι άγιοι προχωρούν ακολουθώντας αυτές τις γραμμές προς το κέντρο του κύκλου. Έτσι, όσο πιο πολύ προχωρούν τόσο πιο πολύ πλησιάζουν ο ένας τον άλλο και το Θεό. Όσο πιο κοντά έρχονται στο Θεό τόσο πιο κοντά έρχονται στον άνθρωπο. Αυτή είναι η φύση της αγάπης, όσο πιο πολύ ενωνόμαστε με το συνάνθρωπο τόσο περισσότερη είναι η ένωσή μας με το Θεό.
Με αυτή προχωρεί ο άνθρωπος και φθάνει στο «καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ», γίνεται όμοιος με τον Θεό και Πατέρα της αγάπης. Διότι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α΄ Ιωάν. δ΄ 16). Ο ουρανός είναι γεμάτος από την αγάπη του Θεού, η οποία δίνει στον πνευματικό κόσμο την αρμονία και την χαρά. Όσο περισσότερο είναι αληθινή, η χριστιανική πίστη επεκτείνεται στη γη και πλημμυρίζει τις καρδιές των ανθρώπων, τόσο περισσότερο απλώνεται η ειλικρινής αγάπη και η γη, που ζούμε, γίνεται ένα κομμάτι του ουρανού.
Ο Θεός είναι το τέλειο παράδειγμα της αγάπης, την οποία πλούσια χάρισε σε μας τους ανθρώπους, αφού τον Μονογενή Του Υιό, τον Ιησού Χριστό, παρέδωσε στον επονείδιστο σταυρικό θάνατο, ως εξιλαστήρια θυσία, για την σωτηρία του κόσμου. Γι’ αυτό και ο ευαγγελιστής Ιωάννης μάς διδάσκει και μάς παρακινεί σε έργα αγάπης, λέγοντας: «Ἀγαπητοί, εἶ οὓτως ὁ Θεός ἠγάπησεν ἡμᾶς, καί ἡμεῖς ὀφείλομεν ἀλλήλους ἀγαπᾶν» (Α΄ Ιωάν. δ΄ 11).
Αυτή όμως η αγάπη για να είναι ειλικρινής και πλήρης, όπως την θέλει και όπως θα την βραβεύσει ο Θεός, πρέπει να συνοδεύεται και να εκδηλώνεται με τα έργα της φιλανθρωπίας και της καλοσύνης. Αδιαφορία για τα καλά έργα σημαίνει έλλειψη αγάπης. Γι’ αυτό και ο ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει να μη περιορίζομε την αγάπη μας σε κενά λόγια και άκαρπες φιλοφρονήσεις και κολακείες, αλλά να επικυρώνουμε, να ενισχύουμε την αγάπη με τα καλά έργα. Διότι «ὃν ἂν ἒχῃ τόν βίον τοῦ κόσμου καί θεωρῇ τόν ἀδελφόν αὐτοῦ χρείαν ἒχοντα καί κλείσῃ τά σπλάγχνα αὐτοῦ ἀπ’ αὐτοῦ, πῶς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μένει ἐν αὐτῷ;» Και προσθέτει την γεμάτη αγάπη προτροπή του «τεκνία μου, μή ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδέ τῇ γλώσσῃ, ἀλλ’ ἐν ἒργῳ καί ἀληθείᾳ» (Α΄ Ιωάν. γ΄ 17-18).
Αυτή την αλήθεια, ότι δηλαδή δεν νοείται χριστιανική πίστη και αγάπη, η οποία να εκδηλώνεται μόνο με λόγια συμπαθείας και να μη συνοδεύεται με τα καλά έργα, κηρύττει και ο Αδελφόθεος Ιάκωβος. Λέει χαρακτηριστικά: «ἐάν ἀδελφός ἢ ἀδελφή γυμνοί ὑπάρχωσι καί λειπόμενοι ὦσι τῆς ἐφημέρου τροφῆς, εἲπῃ δέ τις ἐξ ὑμῶν ὑπάγετε ἐν εἰρήνῃ, θερμαίνεσθε καί χορτάζεσθε, μή δῶτε δέ αὐτοῖς τά ἐπιτήδεια τοῦ σώματος, τί τό ὂφελος;» (Ιακ. β΄ 15-16). Τέτοιοι χριστιανοί, όπως τους περιγράφει ο Αδελφόθεος Ιάκωβος, δεν θα σταθούν εκ δεξιών του Κυρίου κατά την μεγάλη ημέρα της Κρίσεως.
Να μην ισχυρισθεί κανείς ότι δεν έχει την δυνατότητα να κάνει καλά έργα. Υπάρχουν δυστυχώς, όχι λίγοι, που λένε «αν ήμουν πλούσιος, να έβλεπες τι καλά έργα θα έκανα». Τα καλά έργα όμως δεν είναι μόνο για τους πλούσιους. Είναι για όλους ανεξαιρέτως και τους πτωχούς ακόμη. Πόσα και πόσα καλά έργα δεν μάς παραθέτει ο Κύριος στην σημερινή παραβολή. Αν τα μελετήσουμε με προσοχή, θα πειστούμε ότι δεν υπάρχει άνθρωπος, που δεν μπορεί να κάνει καλά έργα. Δεν μπορεί να τα κάνει όλα; Ας κάνει κάποια απ’ αυτά. Δεν μπορεί να προσφέρει πολλά; Ας δώσει με αγάπη λίγα από αυτά που έχει. Ο Θεός θα κρίνει, θα εκτιμήσει και θα βραβεύσει τα καλά έργα ανάλογα με τις δυνατότητες που έχει ο καθένας. Δεν έχεις χρήματα και ενδύματα να δώσεις; Μπορείς όμως να κάνεις μια επίσκεψη σε ένα πάσχοντα αδελφό και να του συμπαρασταθείς στον πόνο και στη θλίψη του. Δεν έχεις τρόφιμα να δώσεις; Μπορείς όμως να δώσεις σε ένα διψασμένο ένα ποτήρι νερό.
Ακόμη κι αυτό το ποτήρι με το νερό θα το βραβεύσει ο Κύριος. Θα πει σ’ αυτόν που το πρόσφερε: «ἐδίψησα καί ἐπότισάς με». Ας μην ξεχνάμε και το δίλεπτο της χήρας, την οποία επαίνεσε τόσο πολύ ο Κύριος.
Τα καλά έργα δεν είναι δύσκολα. Οι ευκαιρίες για να τα κάνουμε είναι καθημερινές, ιδιαίτερα την δύσκολη αυτή εποχή που ζούμε. Το αιώνιο μέλλον μας εξαρτάται από τα καλά έργα. Στο χέρι του καθενός είναι να ακούσομε τον ευλογημένο έπαινο του Κυρίου· «ἐφ’ ὃσον ἐποιήσατε, ἐνί τούτων τῶν ἀδελφῶν τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε». Αμήν.