Το κήρυγμα της Κυριακής: Τελώνου και Φαρισαίου
Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης
«Μή προσευξώμεθα φαρισαϊκῶς ἀδελφοί…», ακούστηκε κατά τον Εσπερινό στο πρώτο τροπάριο της έναρξης του Τριωδίου. Άνοιξε από χθες το βράδυ το ευλογημένο βιβλίο τις κατανυκτικές σελίδες του για να γεμίσει από θεία ευωδία και γλυκιά μυστικοπάθεια και συντριβή τις καρδιές των πιστών χριστιανών.
Από σήμερα αρχίζει μία ιερά, κατανυκτική περίοδος, η περίοδος του Τριωδίου.
Ολόκληρη η περίοδος του Τριωδίου έχει σκοπό να μας προετοιμάσει, με νηστεία, προσευχή και μετάνοια να υποδεχθούμε τον «πρός Πάθος εὐτρεπιζόμενον» Σωτήρα μας και να γίνουμε κοινωνοί των Παθημάτων και της Αναστάσεως Του. Το Τριώδιο είναι μία πνευματική περίοδος, ένα στάδιο δυνατών πνευματικών αγώνων για την κάθαρση της ψυχής μας. Είναι μία πνευματική σκάλα, που στήνεται εδώ κάτω στη γη και το πρώτο σκαλί καλούμαστε σήμερα να το πατήσουμε, το δε τελευταίο σκαλί την νύκτα του Μ. Σαββάτου, φτάνει μέχρι τα ουράνια.
Η ευαγγελική περικοπή στην έναρξη της περιόδου αυτής διαβάζεται πρώτη, για να μάς υποδείξει ότι η πνευματική ζωή για να αποφέρει καρπούς, πρέπει να αποβάλλει το θεομίσητο εγωισμό και να υιοθετήσει την θεοφίλητη ταπείνωση. Ο Θεός απομακρύνεται από τις υψηλόφρονες καρδιές και θρονιάζεται εκεί όπου πρυτανεύει το ταπεινό φρόνημα. «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν» (Παρ. γ΄ 34).
Ο Κύριος μάς παρουσιάζει δύο πρόσωπα, δύο διαφορετικούς τύπους ανθρώπων. Τον Φαρισαίο και τον Τελώνη.
Ο Φαρισαίος ήταν ευσεβής, προσηλωμένος στο Μωσαϊκό Νόμο, τυπικός, παραδοσιακός, ανυποχώρητος, άνθρωπος προσευχής. Ζητούσε με την πιστή εφαρμογή του Νόμου να εξαγοράσει τον Παράδεισο. Ότι έκανε στην ζωή του, το έκανε «πρός τό θεαθῆναι». Ήταν υποκριτής. Η εσωτερική του κενότητα εκφράζεται με τη στάση του στο Ναό. «Σταθείς πρός ἑαυτόν» αγέρωχος, χωριστά από τους άλλους ανθρώπους, μπροστά στο ιερό θυσιαστήριο, άρχισε να επαινεί τον εαυτό του και να κατακρίνει τους άλλους. Δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να ζητήσει κάτι από τον Θεό. Δεν βλέπει καμία έλλειψη στον εαυτό του. Ότι κάνει αυτός είναι σωστό και σύμφωνα με το Νόμο. Ένα μόνο παρατηρεί. Τον αμαρτωλό Τελώνη, τον οποίο εξευτελίζει· «οὐκ εἰμί ὣσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων, ἃρπαγες, ἂδικοι, μοιχοί, ἢ καί ὡς οὗτος ὁ τελώνης».
Αντίθετα ο Τελώνης ήταν πραγματικά αμαρτωλός, όπως τον περιέγραψε ο Φαρισαίος. Στη ζωή του είχε αδικήσει, είχε αρπάξει, είχε εξαπατήσει. Όλα αυτά τα γνωρίζει, γι’ αυτό μπαίνει στο Ναό με φόβο και στέκεται σε μια σκοτεινή γωνιά για να ζητήσει το έλεος του Θεού. Δεν πλησιάζει, τρέμει από δέος, δεν τολμά ούτε τα μάτια του να σηκώσει στο Θεό. Γονατίζει, σκύβει, μετανοεί για ότι κακό έπραξε, κτυπά το στήθος του λέγοντας με δάκρυα στο Θεό: «Ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Αναγνωρίζει και ομολογεί την αμαρτωλότητά του και καταφεύγει στο έλεος του Θεού.
Τα δύο αυτά πρόσωπα πήγαν στο Ναό για να προσευχηθούν. Αρχίζουν την προσευχή τους. Προσεύχεται ο Φαρισαίος. Προσεύχεται και ο Τελώνης. Ποιου όμως η προσευχή γίνεται δεκτή από τον Θεό; Σε ποιον επιβλέπει ο Θεός και χαρίζει το έλεος Του και την συγγνώμη; Προς τον Φαρισαίο; Αυτό ίσως θα περίμενε κανείς. Αλλά δεν γίνεται αυτό. Ο Κύριος στο τέλος της παραβολής βεβαιώνει το αντίθετο. «Κατέβη, λέει, οὗτος, ὁ τελώνης δηλαδή, δεδικαιωμένος εἰς τόν οἶκον αὐτοῦ ἢ ἐκεῖνος, ὁ Φαρισαίος». Δεν δικαιώθηκε ο Φαρισαίος, αλλά ο αμαρτωλός Τελώνης.
Και προβάλει εύλογο το ερώτημα: Γιατί δικαιώθηκε ο αμαρτωλός Τελώνης;
Πρώτα γιατί ακριβώς πίστευε πως είναι αμαρτωλός. Γιατί συναισθάνθηκε βαθιά την ενοχή του, «τήν πτωχεία τοῦ πνεύματος» την αμαρτωλότητά του.
«Μακρόθεν ἑστώς οὐκ ἢθελε οὐδέ τούς ὀφθαλμούς εἰς τόν οὐρανόν ἐπᾶραι». Τι σημαίνουν τα λόγια αυτά; Σημαίνουν ότι στάθηκε ολομόναχος. Μόνος με τον εαυτό του και με τον Θεό. Με τα μάτια χαμηλωμένα. Με το βλέμμα στραμμένο μέσα του. Έβλεπε μόνο τη δική του αθλιότητα. Δεν κοίταζε δίπλα του, όπως ο Φαρισαίος. Από τη μεγάλη του ταπείνωση ο Τελώνης δεν είδε ούτε τον Φαρισαίο. Με συντετριμμένη και ταπεινωμένη καρδιά βρισκόταν αληθινά μπροστά στον Θεό.
Γι’ αυτό γύρισε στο σπίτι του δικαιωμένος. Γιατί ταπεινώθηκε. Και το ταπεινό φρόνημα σημαίνει ανύψωση της καρδιάς μας προς τον Θεό.
Η προσευχή του Τελώνη δεν έχει πολλά λόγια. Λίγες λέξεις ψιθυρίζει μέσα στους λυγμούς του. Ανοίγοντας το αμαρτωλό στόμα του, «ἒτυπτεν εἰς τό στῆθος αὐτοῦ», ενώ έτρεχαν τα δάκρυά του. «Ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι», μόλις κατορθώνει να ψελλίσει με κόπο. Θεέ μου και Κύριε μου, σπλαχνίσου με και ελέησέ με, συγχώρησε με, κράζει με πόνο μεγάλο η ψυχή του. Και τελειώνοντας προσθέτει μια μικρή λέξη, με μεγάλο πνευματικό νόημα, που δείχνει το βάθος της ταπεινοφροσύνης του: «Τῷ ἁμαρτωλῷ». Δηλαδή πιστεύει ακράδαντα για τον εαυτό του ότι είναι ο διάσημος αμαρτωλός.
Ο Τελώνης μοιάζει σαν ένα πληγωμένο αετό από τα φαρμακερά βέλη της αμαρτίας, που τον πλήγωσαν πολύ. Το αίμα από την πληγή του τρέχει πολύ, τα φτερά του είναι σπασμένα, αδυνατεί να πετάξει ψηλά στο ουρανό. Υποφέρει αφάνταστα ψυχικά. Την δύσκολη αυτή ώρα έρχεται με μετάνοια, με συντριβή, με αληθινή ταπείνωση μπροστά στο Θεό και ζητάει έλεος, ζητάει θεραπεία.
Η προσευχή του από την σκοτεινή γωνιά του Ναού είναι γεμάτη από το πολύτιμο άρωμα της μετανοίας και της συντριβής. Γι’ αυτό και επέστρεψε στο σπίτι του δικαιωμένος. Γιατί η αληθινή μετάνοια και η συντριβή είναι προϋποθέσεις της δικαιώσεώς μας και της λυτρώσεως της ψυχής μας.
Η υμνολογία της Κυριακής παρουσίασε την ταπείνωση να δίνει στον άνθρωπο ακόμη και φτερά. Είναι αυτά τα φτερά που ανύψωσαν τον Τελώνη και τον έκαναν να πλησιάσει το Θεό. Είναι αυτά που έγιναν η αιτία να μετοικήσει στον τόπο της ζωής, να κατασταθεί πολίτης της χώρας των ζώντων.
Μακάρι τα διδάγματα των Ευαγγελίων να μάς καταστήσουν ικανούς να μιμηθούμε τον Τελώνη, και η χάρη του Θεού να μάς ελκύσει στο πλάι του Χριστού!