Το Ζήτημα της Λειτουργικής Αναγεννήσεως - Εισήγηση, π. Νεκταρίου Μαρκάκη
March 05, 2015
π. Νεκταρίου Μαρκάκη
Εισήγηση στην Επιστημονική Διημερίδα του Σωματείου Ιεραοψαλτών Ν. Ηρακλείου «Ανδρέας ο Κρήτης»
με θέμα «Η Ψαλτική Τέχνη στην Ορθόδοξη Λατρεία», στις 25 Οκτωβρίου 2014,
στο Πνευματικό Κέντρο της Ενορίας Μπεντεβή Ηρακλείου.
Όχι μόνο δύσκολη, αλλά και επικίνδυνη μπορεί να αποδειχθεί η ενασχόληση με το ζήτημα της Λειτουργικής Αναγεννήσεως. Υπάρχουν απόψεις οι οποίες υποστηρίζουν ότι η ίδια η Θεία Λειτουργία είναι απαρχαιωμένη και παρωχημένη και χρήζει προσαρμογής στα δεδομένα του σύγχρονου κόσμου και στις ανάγκες της μοντέρνας εποχής. Μεταρρύθμιση ή Επιστροφή στις ρίζες της Θείας Λειτουργίας; Ποια μέθοδος θα ήταν η πιο δόκιμη για την επικαιροποίηση της Θείας Λειτουργίας; Έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Οι δύο πιο διαδεδομένες είναι η επιστροφή στην πρωτοχριστιανική πρακτική και η μεταρρύθμιση ή προσαρμογή στα σύγχρονα δεδομένα.[1]
Για την επιστροφή στην πρωτοχριστιανική πρακτική της Θείας Λειτουργίας απαιτείται να ανατρέξουμε στις πηγές τελέσεως της πρωτοχριστιανικής Θείας Λειτουργίας και να τις εισάγουμε στη σύγχρονη Λατρεία. Αυτή την πρακτική αποπειράθηκαν να ακολουθήσουν πρώτοι οι προτεστάντες. Σύνθημα των προτεσταντών ήταν «επιστροφή στην πρωτοχριστιανική Εκκλησία». Προσπάθησαν όμως να διορθώσουν τα λάθη με λανθασμένες μεθόδους, με αποτέλεσμα την κατάργηση και απάλειψη κάθε έννοιας περί Θείας Λατρείας. Ο προτεσταντισμός κατάφερε στην ιστορία των θρησκειών, τη μεγαλύτερη θρησκευτική καταστροφή, την απόρριψη του μυστηρίου[2].
Υποβίβασε το θρησκευτικό βίωμα σε μια απλή, στυγνή, θρησκευτική διδασκαλία. Οι προτεστάντες δεν ακολούθησαν την πρωτοχριστιανική πρακτική[3] και δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν ότι η Θεία Λειτουργία δεν είναι απολίθωμα ή κατεψυγμένη κατάσταση, αλλά ζωντανό βίωμα. Το πείραμα επιστροφής στα πρωτοχριστιανικά χρόνια, το οποίο επεχείρησε ο προτεσταντικός χώρος, απέτυχε παταγωδώς.
Υποβίβασε το θρησκευτικό βίωμα σε μια απλή, στυγνή, θρησκευτική διδασκαλία. Οι προτεστάντες δεν ακολούθησαν την πρωτοχριστιανική πρακτική[3] και δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν ότι η Θεία Λειτουργία δεν είναι απολίθωμα ή κατεψυγμένη κατάσταση, αλλά ζωντανό βίωμα. Το πείραμα επιστροφής στα πρωτοχριστιανικά χρόνια, το οποίο επεχείρησε ο προτεσταντικός χώρος, απέτυχε παταγωδώς.
Μια άλλη άποψη εισηγείται τη μέθοδο της μεταρρύθμισης, ή ανανέωσης, ή διόρθωσης. Θα μπορούσε να γίνει με την πραγματοποίηση μιας Πανορθοδόξου Συνόδου με σκοπό τη διαμόρφωση της Θείας Λειτουργίας στις απαιτήσεις και τις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου. Δύσκολο εγχείρημα. Όμως υπάρχουν αρκετοί μέσα στην Εκκλησία, οι οποίοι δηλώνουν τολμηροί και έτοιμοι για να προβούν σε μια τέτοια μεταρρύθμιση. Πριν όμως ξεκινήσουμε ένα τέτοιο εγχείρημα, μήπως, να δούμε το παράδειγμα της λειτουργικής μεταρρυθμίσεως των Ρωμαιοκαθολικών και τα αποτελέσματα[4].
Η Β΄ Βατικανή Σύνοδος (11 Οκτ 1962 – 8 Δεκ 1965)[5] μεταξύ άλλων, διόρθωσε και τροποποίησε τη Θεία Λειτουργία[6]. Προσδοκία της ήταν η απλοποίηση της Θείας Λειτουργίας τους, ώστε να καταστεί εύκολη, κατανοητή, προσβάσιμη στους ρωμαιοκαθολικούς πιστούς. Παράλληλα, επιδίωξη είχαν την αύξηση των εκκλησιαζομένων και την προσέλευση άλλων ανθρώπων στο ρωμαιοκαθολικισμό[7]. Οι βασικές αρχές λειτουργικής μεταρρυθμίσεως οριοθετήθηκαν από το περί Θείας Λατρείας Διάταγμα[8]. Υλοποιήθηκε έτσι μια σειρά μεταρρυθμίσεων που αφορούν τη Θεία Λειτουργία.
Η νέα διαμόρφωση και απλοποίηση της ρωμαιοκαθολικής λατρείας την κατέστησε όχι και τόσο ευδιάκριτη από την προτεσταντική. Οι ρωμαιοκαθολικοί πιστοί δεν έβρισκαν ιδιαίτερες διαφορές μεταξύ της δικής τους πρακτικής και της προτεσταντικής. Τελικά επήλθε σύγχυση σε μια επιφανειακή ομοιομορφία[9]. Το φαινόμενο αυτό άρχισε να λαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις και παρατηρήθηκε σημαντική απώλεια ρωμαιοκαθολικών πιστών με διαρροές προς προτεσταντικές ομάδες.
Οι ίδιοι οι Ρωμαιοκαθολικοί παραδέχτηκαν τελικά ότι η τροποποίηση ή μεταρρύθμιση αυτή επέφερε προβλήματα, όπως: Παρατηρήθηκαν καταχρήσεις, εισήχθησαν λανθασμένες μεταφράσεις, διαμορφώθηκε ακατάλληλη μουσική, αποπειράθηκαν οι ενορίες σε πειραματισμούς χωρίς τη γνώμη των επισκόπων, παρουσιάσθηκε ο κίνδυνος εκμοντερνισμού (στις ενορίες καταργήθηκαν τελείως οι ακολουθίες του ημερονυκτίου[10]), δημιουργήθηκαν διαιρέσεις και έριδες λόγω διαφορετικών απόψεων[11]. Καρδινάλιος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας παραδέχθηκε ότι η λειτουργική μεταρρύθμιση, την οποία πραγματοποίησε η Β΄ Βατικανή Σύνοδος, απέτυχε του σκοπού της[12]. Ο ίδιος ο προηγούμενος Πάπας ο Βενέδικτος ΙΔ διετύπωσε ότι, οι λατρευτικές μεταρρυθμίσεις που αφορούν τη Θεία Λειτουργία αποδείχθηκαν αποτυχημένες[13] και είχε εκφράσει την πρόθεσή του να επαναφέρει το παλαιό λειτουργικό τυπικό της Ρωμαιοκαθολικής λειτουργίας, τα παλαιότερα άμφια κ.λ. Έγκριτοι ρωμαιοκαθολικοί λειτουργιολόγοι δηλώνουν ότι υπάρχει ανάγκη για «μεταρρύθμιση της μεταρρύθμισης»[14]. Συνεπώς η απόπειρα λειτουργικής μεταρρυθμίσεως της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας δεν πέτυχε απόλυτα το σκοπό της[15].
Από τα παραδείγματα του Δυτικού Χριστιανισμού καταδεικνύεται ότι δεν είναι εφικτή μια μεταρρύθμιση της Θείας Λειτουργίας. Ο όρος «Αναγέννηση» δεν μπορεί να προσλάβει μεταρρυθμιστικό περιεχόμενο[16]. Τι θα μπορούσε να γίνει; Διόρθωση όλων εκείνων των στοιχείων που αλλοίωσαν και διασάλευσαν την τάξη της Θείας Λειτουργίας. Πρόταση είναι να αναζητηθούν οι χώροι της Ορθοδοξίας όπου διασώζεται η Θεία Λειτουργία με τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά της και οι οποίοι να γίνουν πηγή εμπνεύσεως για τη διόρθωση των οποιωνδήποτε στοιχείων, τα οποία έχουν παρεισφρήσει και διασαλεύσει την τάξη της Θείας Λειτουργίας. Δύο σημαντικοί χώροι είναι το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η πατριαρχική τάξη, και το Άγιον Όρος, η αγιορειτική τάξη.
Αυτό που συναντά κανείς στην Πατριαρχική και Αγιορειτική πράξη και τάξη της Θείας Λειτουργίας είναι η απλότητα, η σαφήνεια και η λιτότητα. Τυπικά από τα οποία απουσιάζει ο θεατρινισμός και η δραματοποίηση[17], εκεί που οι λειτουργοί εμπνέουν μυσταγωγία, οι ψάλτες είναι συνετοί και προσευχόμενοι, όπου στο τυπικό δεν χωρούν αυτοσχεδιασμοί[18] και προσωπικές ερμηνείες και προσθήκες, που ο τρόπος ψαλμώδησης και εκφώνησης είναι γοργός, ζωντανός και τονισμένος, όπου προέχει η σεμνότητα, η αυστηρότητα ρυθμού, η ακριβής απόδοσις των σημαδόφωνων[19]. Από την Πατριαρχική και Αγιορειτική πράξη της Θείας Λειτουργίας, θα μπορούσαμε να εμπνευσθούμε ώστε να πραγματοποιηθεί η Λειτουργική Αναγέννηση.
Για τη Λειτουργική Αναγέννηση θα μπορούσαν να επισημανθούν διάφορες προτάσεις, όπως παρακάτω:
Η Διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Ο χρόνος της Θείας Λειτουργίας να είναι συγκεκριμένος[20]. Στο Λειτουργικό Χρόνο πραγματοποιείται αλληλοπεριχώριση του «εν χρόνω» με το «άχρονον», χωρίς να αλλοιώνει ή να καταργεί το ένα το άλλο[21]. Υπάρχει σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης της Λειτουργίας με το χρόνο[22]. Δεν είναι λάθος μόνο η βιασύνη, η οποία μπορεί να καταντά και ασέβεια. Το ίδιο λάθος καθιστά και η επιμήκυνση[23], η οποία δεν δηλώνει απόλυτα ευσέβεια. «Τό σύντομον μέλος οἰκοδομεῖ»[24]. Δεν είναι τυχαίο ότι η Εκκλησία επέλεξε να τελεί κατά κόρον τη σύντομη Θεία Λειτουργία του Χρυσοστόμου, ακόμη και κατά την εορτή του Πάσχα και σπάνια την εκτενέστερη του Μεγάλου Βασιλείου[25]. Ο Βαλσαμών στην ερμηνεία του στον οε΄ κανόνα της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου απαγορεύει τις εκτεταμένες εκφωνήσεις[26].
Η διάρκεια εξαρτάται από τη χρονική αγωγή[27]. Η πολτοποίηση του μουσικού χρόνου καταπίνει τις λέξεις, η δε αργοπορία δημιουργεί νωχέλεια. Ο αργός χρόνος κουράζει πολύ και δεν επιτρέπει τη νήψη, την εγρήγορση. Προτείνονται σύντομες απαντήσεις στις δεήσεις και γενικά σε όλες τις περιπτώσεις του λειτουργικού διαλόγου μεταξύ του λειτουργού και του ψάλτου, όπως τα: «Κύριε, ἐλέησον», τα: «Παράσχου Κύριε», τα: «Ἀμήν»[28] κ.α. και χωρίς να μεσολαβούν παύσεις. Το ίδιο προτείνεται και στον διάλογο της Αγίας Αναφοράς. Επιπλέον, η ψαλμώδηση των αργών μελών, των παπαδικών, να διαρκεί τόσο, όσο απαιτείται για την κάλυψη της πράξης του λειτουργού, όπως το: «Δύναμις», το Χερουβικό, τα Λειτουργικά[29] κ.α.
Η άρθρωση και η ανάγνωση. Η σωστή άρθρωση βοηθά στην κατανόηση. Έχουν διατυπωθεί απόψεις περί μεταφράσεως και έχει γίνει απόπειρα για χρήση μεταφράσεως στη Θεία Λειτουργία. Μάλιστα, σε κάποιες μητροπόλεις της Ελλαδικής Εκκλησίας, κάποια αγιογραφικά αναγνώσματα αποδίδονται μεταφρασμένα στη νέα ελληνική γλώσσα. Η χρήση μεταφρασμένων αναγνωσμάτων, αν δεν είναι απαράδεκτη, τουλάχιστον είναι άκαιρη. Δεν νομίζω ότι η επίλυση είναι η μετάφραση, αλλά η σωστή άρθρωση και απαγγελία. Πριν το αίτημα για μετάφραση, θα ωφελούσε να καταβληθεί προσπάθεια για σωστή άρθρωση. Συνιστά ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης: «Τό εὔφωνον καί τό εὔλαλον καί τό ταχύλαλον τοῦ ἀναγινώσκοντος»[30]. Ευκρίνεια λοιπόν στην ανάγνωση[31]. Για την καλύτερη κατανόηση της Θείας Λειτουργίας θα μπορούσε να προταθεί η εισαγωγή Κανοναρχήματος στα αργά μαθήματα για κατανόηση των κειμένων και ο επαναπροσδιορισμός του Κοινωνικού, ώστε να μην είναι ένας αργός στίχος Ψαλμού, αλλά ο ίδιος ο Ψαλμός με τους στίχους του και τα εφύμνιά του σε ζωντανό χρόνο[32], όπως αποδιδόταν οι ψαλμοί.
Η ένταση της φωνής. Προτιμητέο είναι η αποφυγή υψηλών βάσεων και η ένταση της φωνής. Ο οε΄ κανόνας της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου αποτρέπει τις κραυγές[33]. Σε αυτό θα βοηθούσε η ιδιαίτερη προσοχή στη χρήση μικροφώνων. Σωστή χρήση σημαίνει χαμηλή ένταση και ανάλογη απόσταση του στόματος από το μικρόφωνο[34]. Η ηδονή που προκαλεί σε κάποιον να ακούει τη φωνή του, δεν σημαίνει ότι δεν είναι αποκρουστική για τους άλλους.
Το θέμα της διακρίσεως είναι και αυτό σημαντικό. Να διακρίνεται τι λέει ο λειτουργός και τι λέει ο ψάλτης[35], ώστε να μην καλύπτει ο ένας τον άλλον. Ιδιαίτερη προσοχή στο μεταίχμιο, μεταξύ εκφωνήσεως λειτουργού και αποκρίσεως ψάλτου ώστε, ούτε να παρουσιάζονται μεγάλες παύσεις, ούτε και να καλύπτει ο ένας τον άλλον, όπως στα δεύτερα Πληρωτικά όπου το συνεχές «Κύριε, ἐλέησον» καλύπτει τα Πληρωτικά, ή τα συνεχόμενα «Ἁμήν» τα οποία παρεμβάλλονται στη διάρκεια αναγνώσεως κάποιων ευχών, ή το: «Ὑπεραγία Θεοτόκε…» στο: «Τῆς Παναγίας Ἀχράντου…» κ.λ. Για την επαναφορά της ακρίβειας απαιτείται να διαβάζουμε, όχι μόνο με το μάτι, αλλά και με το δάχτυλο. Να εντοπίζουμε κάθε λεπτομέρεια.
Η παρουσία του ψάλτη είναι μαρτυρία. Έχει υποστηριχθεί ότι το Αναλόγιο είναι δεύτερος Άμβωνας[36]. Ο ψάλτης δεν εκτελεί κατά παραγγελία, αλλά υμνεί και προσεύχεται[37]. Οι ψάλτες ανήκουν στον κατώτερο κλήρο[38] και οφείλουν να έχουν ανάλογη παρουσία και χριστιανικό τρόπο ζωής[39]. Μη λησμονείται ότι παλαιότερα διακονούσαν το αναλόγιο μόνο χειροθετημένοι[40]. Αυτό που σήμερα απουσιάζει από την Εκκλησία δεν είναι οι καλοί ψάλτες, είναι οι άγιοι ψάλτες. Όχι ότι δεν υπάρχουν άγιοι ψάλτες, αλλά, απλά δεν επαρκούν[41]. Ψάλτες με εκκλησιαστικό φρόνημα και λειτουργικό ήθος και όχι μόνο με ψαλτικές γνώσεις[42].
Το αναλόγιο δεν είναι αυτόνομο για να κινείται σύμφωνα με ιδιωτικές πρωτοβουλίες και αντιλήψεις. Κινείται γύρω από την Αγία Τράπεζα[43]. Ο προεστώς της συνάξεως είναι ένας. Δεν είναι άλλος ο προεστώς του Ιερού Βήματος, άλλος του χορού και άλλος στο παγκάρι. Εάν τηρήσουμε τα προαναφερθέντα, εάν η έμπνευση και το πρότυπο πηγάσει από την πατριαρχική και αγιορειτική τυπική διάταξη, τέλεση και πράξη, δεν χρειάζεται τροποποίηση ή μεταρρύθμιση για να καταστεί η Θεία Λειτουργία επίκαιρη. Έχουν Προταθεί αλλαγές για την βελτίωση της Θείας Λειτουργίας. Η Θεία Λειτουργία όμως είναι ζωντανή λατρεία και όχι μουσειακό κειμήλιο που παραπέμπει στο παρελθόν[44]. Συνεπώς, Λειτουργική αναγέννηση σημαίνει συνεχής αναζήτηση του ανθρώπου για μετοχή στο λειτουργικό βίωμα της Θείας Ευχαριστίας[45] και όχι τροποποίηση τα Θείας Λειτουργίας στις συνθήκες και στα μέτρα του κόσμου και της εποχής. Δεν μπορεί να γίνεται οποιαδήποτε τροποποίηση ή ανανέωση όταν απουσιάζει η Θεία Χάρις[46]. Μη λησμονηθεί ότι ο κανόνας της Λατρείας είναι άμεσα συνδεδεμένος και εξαρτημένος από τον κανόνα Πίστεως και αντίστροφα (“lex orandi, lex credendi”)[47]. Ποιος μας εγγυάται ότι η τροποποίηση του κανόνα της Λατρείας δεν θα επηρεάσει τον κανόνα της Πίστεως; «Τήν Ἐκκλησία μποροῦμε νά τή βλάψουμε (ακόμη) καί ὅταν, ὑπηρετώντας την, θέλουμε νά ἐπέμβουμε σέ αὐτήν διορθωτικά»[48].
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-ΑΓΓΕΛΙΝΑΡΑΣ, Έκφρασις.., = Γεώργιος Αγγελινάρας, Έκφρασις της Ψαλτικής Τέχνης, εκδ. Άθως, Αθήνα 2009.
|
-ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Απολυτίκιον, = Βασίλειος Αρχιμανδρίτης, Απολυτίκιον, εκδ. Ι. Μ. Ιβήρων, Άγιον Όρος 2011.
|
-ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Εισοδικόν, = Βασίλειος Αρχιμανδρίτης, Εισοδικόν, εκδ. Ι. Μ. Ιβήρων, Άγιον Όρος 2003.
|
-ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ, Η Θεία Λειτουργία.., = Ιερομόναχος Γρηγόριος, Η Θεία Λειτουργία, εκδ. Δόμος, Αθήνα 19852.
|
-ΕΠΕ 1, = Αποστολικοί Πατέρες, τ. 1, Σειρά Έλληνες Πατέρες τα Εκκλησίας, Πατερικές Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1993.
|
-ΕΥΔΟΚΙΜΩΦ, Η Προσευχή.., = Παύλος Ευδοκίμωφ, Η Προσευχή της Ανατολικής Εκκλησίας, εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 19822.
|
-ΙΣΕΕ, Λατρεύσωμεν.., = Ιερά Σύνοδος τα Εκκλησίας τα Ελλάδος, Ειδική Συνοδική Επιτροπή Λειτουργικής Αναγεννήσεως, «Λατρεύσωμεν Ευαρέστως τω Θεώ». Το Αίτημα τα Λειτουργικής Αναγεννήσεως στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Σειρά Ποιμαντική Βιβλιοθήκη 7, εκδ. Αποστολικής Διακονίας τα Εκκλησίας τα Ελλάδος, Αθήνα 2003.
|
-ΙΣΕΕ, Λειτουργική Αγωγή.., = Ιερά Σύνοδος τα Εκκλησίας τα Ελλάδος, Ειδική Συνοδική Επιτροπή Λειτουργικής Αναγεννήσεως, Λειτουργική Αγωγή «Μυσταγωγών Σου Κύριε τους μαθητάς εδίδασκες λέγων», Σειρά Ποιμαντική Βιβλιοθήκη 24, εκδ. Αποστολικής Διακονίας τα Εκκλησίας τα Ελλάδος, Αθήνα 2010.
|
-ΚΑΝΕΛΛΟΣ, Η Φιλανθρωπία.., = Δοσίθεος Κανέλλος Αρχιμ., Η Φιλανθρωπία του Θεού και το Αφιλάνθρωπον των Χριστιανών, σ. 15, στο: «Άγκυρα Ελπίδος», Διμηνιαία Έκδοση Ι. Μ. Ιεραπύτνης και Σητείας, περ. Β΄, τευχ. 80, Μάιος – Ιούνιος 2014.
|
-ΜΠΟΝΗΣ, Πατρολογία, = Κωνσταντίνος Μπόνης, Πατρολογία, Αθήνα.
|
-ΜΩΥΣΗΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, «Λειτουργική Αναγέννηση».., = Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης, «Λειτουργική Αναγέννηση» ή Λειτουργική Αγωγή;, Ιερά Μητρόπολις Κυδωνίας και Αποκορώνου, Χανιά 2005.
|
-ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Πατρολογία.., = Στυλιανός Παπαδόπουλος, Πατρολογία, τ. Β΄. Αθήνα 1990.
|
-ΣΜΕΜΑΝ, Η Εκκλησία.., = π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Η Εκκλησία Προσευχομένη, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1991.
|
-ΣΜΕΜΑΝ, Ευχαριστία, = π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Ευχαριστία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα.
|
-ΤΖΕΡΠΟΣ, Λειτουργική Ανανέωση.., = π. Δημήτριος Τζέρπος, Λειτουργική Ανανέωση (Α΄), Σειρά: Σύγχρονοι Λειτουργικοί Προβληματισμοί, εκδ. Τήνος, Αθήνα 2001.
|
-ΤΜΧΕ = Τυπικόν της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, Γεωργίου Βιολάκη, εκδ. Σαλίβερος, Αθήνα.
|
-ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ, Λειτουργία Ιακώβου.., = Ιωάννης Φουντούλης, Θεία Λειτουργία Ιακώβου του Αδελφοθέου, Θεσσαλονίκη 19772.
|
-ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ, Λειτουργία Μάρκου.., = Ιωάννης Φουντούλης, Θεία Λειτουργία του Αποστόλου Μάρκου, Θεσσαλονίκη 19772.
|
-ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ, Λειτουργικά.., = Ιωάννης Φουντούλης, Λειτουργικά Θέματα Ε΄, Θεσσαλονίκη 1986.
|
-ΦΟΥΣΚΑΣ, Θέματα Πατρολογίας, = Πρωτ. Κωνσταντίνος Φούσκας, Θέματα Πατρολογίας, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1994.
|
-ΧΡΗΣΤΟΥ, Πατρολογία.., = Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1978.
|
-ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ, Εγχειρίδιον.., = Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος, Εγχειρίδιον Ιεροψάλτου, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 20013.
|
-ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ, Λειτουργία Ιακώβου.., = Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος, Η Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, εκδ. Αποστολικής Διακονίας τα Εκκλησίας τα Ελλάδος, Αθήνα 19526.
|
-CHENU, La Fin.., = M.-D. Chenu, La Fin de l’ ere constantinienne (1961), στο: La Parole Dieu II: L’ Evangile dans le temps, Paris 1964.
|
-GIBELLINI, Η Θεολογία.., = Rosino Gibellini, Η Θεολογία του Εικοστού Αιώνα, μτφρ. Παναγιώτης Υφαντής, εκδ. Άρτος Ζωής, Αθήνα 2009.
|
-RATZINGER, Introduzione.., = Joseph Ratzinger, Introduzione allo spirit della liturgia, ed. “San Paolo”, Milano 2001.
|
-Sacrosanctum Concilium = Sacrosanctum Concilium, 4 Δεκεμβρίου 1963.
|
[1] ΣΜΕΜΑΝ, Η Εκκλησία.., σ. 17.
[2] Βλ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΚΑΛΤΣΗΣ, Λειτουργική Κίνηση της Χριστιανικής Δύσης, στο: ΙΣΕΕ, Λατρεύσωμεν.., σ. 260.
[3] Βλ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΚΑΛΤΣΗΣ, Λειτουργική Κίνηση της Χριστιανικής Δύσης, στο: ΙΣΕΕ, Λατρεύσωμεν.., σ. 266.
[4] ΣΜΕΜΑΝ, Η Εκκλησία.., σ. 19.
[5] Πάπες: Ιωάννης ΚΓ΄ και Παύλος ΣΤ΄.
[6] Προηγήθηκε πολύ παλαιότερα η πολυετής εν Τριδέντω Σύνοδος, η οποία διήρκησε από το 1562 έως το 1614 έτος, προέβη σε λειτουργική αναθεώρηση στο χώρο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και η οποία συνεκλήθη υπό την «απειλή» της Διαμαρτυρήσεως. Βλ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΚΑΛΤΣΗΣ, Λειτουργική Κίνηση της Χριστιανικής Δύσης, στο: ΙΣΕΕ, Λατρεύσωμεν.., σ. 268 κ. εξ.
[7] CHENU, La Fin.., σ. 18. Η μεγάλη μανία ρωμαιοκαθολικών θεολόγων τους ώθησε στο να διατυπώσουν την θεωρία «περί του τέλους της Κωνσταντίνειας εποχής».
[8] Sacrosanctum Concilium. Βλ. κεφ. ΙΙΙ, και Constitutio de Sacra Liturgia, το οποίο χωρίζεται σε επτά κεφάλαια: 1. Γενικές αρχές, 2. Θεία Ευχαριστία, 3. Μυστήρια και Τελετές, 4. Ημερονύκτιες Ακολουθίες, 5. Λειτουργικό Έτος, 6. Εκκλησιαστική Μουσική και 7. Τέχνη και Ιερά Σκεύη. Εντύπωση προκαλεί η δήλωση ρωμαιοκαθολικών ότι η προσπάθεια μεταρρυθμίσεως έπρεπε να είχε προηγηθεί από αυτή των προτεσταντών. Βλ. www.vatikan2voice.org
[9] GIBELLINI, Η Θεολογία.., σ. 619.
[10] Ονομάζονται «ημερονυκτίου» και όχι «νυχθημέρου», διότι η ρωμαιοκαθολική πρακτική ακολουθεί το ρωμαϊκό ημερολόγιο όπου το εικοσιτετράωρο αλλάζει την 12η νυκτερινή ώρα.
[11] Βλ. Dom Alcuin Reid. www.catholicworldreport.com
[12] ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΣΑΡΑΝΤΟΣ Πρωτ., Εκκοσμίκευση και Θεία Λατρεία, στο: ΙΣΕΕ, Λατρεύσωμεν.., σ. 80.
[13] JOSEPH RATZINGER, Introduzione.., σ. 70–80. – Βλ. επίσης ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΚΑΛΤΣΗΣ, Λειτουργική Κίνηση της Χριστιανικής Δύσης, στο: ΙΣΕΕ, Λατρεύσωμεν.., σ. 281.
[14] Βλ. Dom Alcuin Reid. www.catholicworldreport.com
[15] ΜΩΥΣΗΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, «Λειτουργική Αναγέννηση».., σ. 34.
[16] Υπήρξαν διαφορετικές τοποθετήσεις από τον π. Δημήτριο Τζέρπο και τον Μοναχό Μωυσή Αγιορείτη. Ο π. Δημήτριος στο βιβλίο του με τίτλο Λειτουργική Ανανέωση, το οποίο δημοσίευσε τον Αύγουστο του 2001, υποστήριξε μια λειτουργική διαμόρφωση με τον όρο «Ανανέωση». Δεν είναι τυχαίο ότι τον αμέσως επόμενο μήνα, τον Σεπτέμβριο του 2001, ο Μοναχός Μωυσής δημοσιεύει, σε δύο συνεχόμενα φύλλα της εφημερίδος «Ορθόδοξος Τύπος» (1425/14-9-2001 και 1426/21-9-2001), διαφορετικές θέσεις από αυτές της λειτουργικής διαμόρφωσης όπως την είχε προτείνει ο π. Δημήτριος. Βλ. ΤΖΕΡΠΟΣ, Λειτουργική Ανανέωση.., σ. 11 κ. εξ. και ΜΩΥΣΗΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, «Λειτουργική Αναγέννηση».., σ. 15.
[17] Βλ. ΑΓΓΕΛΙΝΑΡΑΣ, Έκφρασις.., σ. 476-477.
[18] Βλ. ΕΥΔΟΚΙΜΩΦ, Η Προσευχή.., σ. 56 κ. εξ. – ΜΩΥΣΗΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, «Λειτουργική Αναγέννηση».., σ. 50.
[19] ΑΓΓΕΛΙΝΑΡΑΣ, Έκφρασις.., σ. 644.
[20] ΙΣΕΕ, Λατρεύσωμεν.., σ. 20. – ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΚΑΝΕΛΛΟΣ, Η Φιλανθρωπία.., σ. 10–17: «Ὀρθοδοξία εἶναι κατ’ οὐσίαν ἡ ἀπόῤῥιψις παντός περιττοῦ».
[21] Βλ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Εισοδικόν, σ. 87. – ΕΥΔΟΚΙΜΩΦ, Η Προσευχή.., σ. 51 κ 149. – ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΣΑΡΑΝΤΟΣ Πρωτ., Εκκοσμίκευση και Θεία Λατρεία, στο: ΙΣΕΕ, Λατρεύσωμεν.., σ. 17–18.
[22] Βλ. ΣΜΕΜΑΝ, Η Εκκλησία.., σ. 48 κ. εξ. Για τη σχέση Ευχαριστίας, χρόνου και Εσχατολογίας βλ. στο ίδιο, σ. 57 κ. εξ. κ. 79 κ. εξ.
[23] Για τη διάρκεια των ύμνων βλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΣΤΑΘΗΣ, Η Μουσική Έκφραση των Λειτουργικών Ύμνων, στο: ΙΣΕΕ, Λατρεύσωμεν.., σ. 211.
[24] ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ, Εγχειρίδιον.., σ. 37.
[25] ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Απολυτίκιον, σ. 53. Αυτή η πράξη γίνεται πιο έντονη κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα. «Καί ἐνῶ τίς τρεῖς πρῶτες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ἔχομε τή θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων, τή Μεγάλη Πέμπτη καί τό Μέγα Σάββατο τή θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα ἔχομε τή σύντομη θεία Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου»
[26] ΒΑΛΣΑΜΩΝ, Ερμηνεία στον ΟΕ΄ Κανόνα της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, όπου αναφέρεται στον ΡΗ΄ Κανόνα της εν Καρθαγένη Συνόδου και στον πανηγυρικό λόγο του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου για τα Σεραφείμ. – Βλ. κ. Πηδάλιον, σ. 234-235.
[27] Βλ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΒΟΥΡΛΗΣ, Η Ιερά Ψαλμωδία ως Μέσον της εν Χριστώ Αγωγής, στο: ΙΣΕΕ, Λειτουργική Αγωγή.., σ. 283.
[28] Βλ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΒΟΥΡΛΗΣ, Η Ιερά Ψαλμωδία ως Μέσον της εν Χριστώ Αγωγής, στο: ΙΣΕΕ, Λειτουργική Αγωγή.., σ. 283.
[29] Η αργοπορία προήλθε από την κάλυψη του αυτοκρατορικού τυπικού. Βλ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΥΜΑΡΙΑΝΟΣ Πρωτ., Βασικοί Σταθμοί στην Διαμόρφωση της Λειτουργικής Τάξεως (Τυπικού) της Ορθοδόξου Εκκλησίας, στο: ΙΣΕΕ, Λατρεύσωμεν.., σ. 105.
[30] Θεοδώρου του Στουδίτου, Κατηχήσεις. Βλ. ΑΓΓΕΛΙΝΑΡΑΣ, Έκφρασις.., σ. 48.
[31] ΙΣΕΕ, Λατρεύσωμεν.., σ. 17–18.
[32] Για τη σπουδαιότητα της διάρκειας του Κοινωνικού Βλ. ΙΣΕΕ, Λατρεύσωμεν.., σ. 18–19.
[33] Κανών οε΄ της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Βλ. ερμηνεία Ζωναρά και Βαλσαμώνος.
[34] Βλ. ΙΣΕΕ, Λατρεύσωμεν.., σ. 20–21. – Στο ίδιο: ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΧΑΒΑΤΖΑΣ Πρωτ., Ποιμαντικές Προϋποθέσεις της Λειτουργικής Ζωής, σ. 412–413.
[35] ΑΓΓΕΛΙΝΑΡΑΣ, Έκφρασις.., σ. 54.
[36] ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ, Εγχειρίδιον.., σ. 53.
[37] Ιωάννης Χρυσόστομος, PG 56, 99c. – Βλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΣΤΑΘΗΣ, Η Μουσική Έκφραση των Λειτουργικών Ύμνων, στο: ΙΣΕΕ, Λατρεύσωμεν.., σ. 505.
[38] ΤΖΕΡΠΟΣ, Λειτουργική Ανανέωση, σ. 59.
[39] ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ, Το Ευχαριστιακό Υπόβαθρο της Λειτουργικής Αναγέννησης.., – ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΖΕΡΠΟΣ Πρωτ., Η Ενεργός Συμμετοχή του Λαού στη Θεία Λατρεία, στο: ΙΣΕΕ, Λατρεύσωμεν.., σ. 154 κ 376.
[40] Βλ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΒΟΥΡΛΗΣ, Η Ιερά Ψαλμωδία ως Μέσον της εν Χριστώ Αγωγής, στο: ΙΣΕΕ, Λειτουργική Αγωγή.., σ. 301.
[41] Βλ. ΜΩΥΣΗΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, «Λειτουργική Αναγέννηση».., σ. 34-35.
[42] ΑΓΓΕΛΙΝΑΡΑΣ, Έκφρασις.., σ. 29.
[43] ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΧΑΒΑΤΖΑΣ Πρωτ., Ποιμαντικές Προϋποθέσεις της Λειτουργικής Ζωής, στο: ΙΣΕΕ, Λατρεύσωμεν.., σ. 407.
[44] ΜΩΥΣΗΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, «Λειτουργική Αναγέννηση».., σ. 61.
[45] ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΣΑΡΑΝΤΟΣ Πρωτ., Εκκοσμίκευση και Θεία Λατρεία, στο: ΙΣΕΕ, Λατρεύσωμεν.., σ. 81.
[46] ΜΩΥΣΗΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, «Λειτουργική Αναγέννηση».., σ. 50.
[47] Βλ. ΕΥΔΟΚΙΜΩΦ, Η Προσευχή.., σ. 43 κ 80. – ΣΜΕΜΑΝ, Η Εκκλησία Προσευχομένη, σ. 20. – Ευχαριστία, σ. 55, 60 κ 63. – ΤΖΕΡΠΟΣ, Λειτουργική Ανανέωση, σ. 34.
[48] ΜΩΥΣΗΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, «Λειτουργική Αναγέννηση».., σ. 57.