Image
Image
Image
Image
Ραδιόφωνο
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ

ΡΕΘΥΜΝΗΣ ΚΑΙ ΑΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ κ. ΕΥΓΕΝΙΟΥ

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ

ΤΟΥ ΣΕΒ. ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΗΤΗΣ κ.κ. ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ

ΔΙΑ ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑΝ ΤΗΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΥ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ

Ἡράκλειο, 23 Αὐγούστου 2017

Ἡ Ἱ­ε­ρά Ἐ­παρ­χια­κή Σύ­νο­δός μας, μοῦ ἀ­νέ­θε­σε νά ὁ­μι­λή­σω αὐ­τήν τήν ἐ­πί­ση­μη ὥ­ρα ἤ κα­λύ­τε­ρα, ὅ­πως προ­σω­πι­κά τό αἰ­σθά­νο­μαι, αὐ­τήν τήν ὄ­μορ­φη οἰ­κο­γε­νεια­κή μας ἑ­ορ­τή γιά τόν Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πό μας, γιά τόν Πρῶ­το μας, ὄ­χι στό ἀ­ξί­ω­μα μέ κο­σμι­κή θω­ριά, ἀλ­λά στήν θυ­σί­α, στήν ἀ­γω­νι­στι­κό­τη­τα, στήν πνευ­μα­τι­κή ἀ­ξι­ω­σύ­νη, στήν ἀ­λη­θι­νή λε­βεν­τιά τῆς πι­στό­τη­τας καί τοῦ ἱ­ε­ροῦ χρέ­ους.

Στό κέ­λευ­σμα τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­παρ­χια­κῆς μας Συ­νό­δου ὑ­πα­κού­ον­τας καί μέσα στό χρόνο πού μοῦ χαρίζει ἡ ἀγάπη τῶν ὑπό τήν προεδρία τοῦ ἁγίου Κισάμου Σεβασμίων Μελῶν τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς γιά τήν Ὀργάνωση τῶν Τιμητικῶν αὐτῶν Ἐκδηλώσεων, τήν Ὁποία καί εὐχαριστῶ ἀπό καρδιᾶς, στέ­κο­μαι μπρο­στά σας γιά νά ἀρ­θρώ­σω λό­γο τι­μῆς στόν Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πό μας γιά τήν συμ­πλή­ρω­ση δέ­κα καί πλέ­ον ἐ­τῶν δι­α­κο­νί­ας.

Νοι­ώ­θω τό­σο ἀ­μή­χα­να κυτ­τά­ζον­τάς Τον καί κυτ­τά­ζον­τάς σας καί ἀ­να­ρω­τι­έ­μαι. Τώ­ρα τί νά πῶ; Ἕ­νας ἄν­θρω­πος πού αἰ­σθά­νε­ται ἀμ­μό­λο­φος τί μπο­ρεῖ νά ψελ­λί­σει γιά τόν Ψη­λο­ρεί­τη; Μό­νο νά τόν θαυ­μά­ζει μπο­ρεῖ καί νά τόν κα­μα­ρώ­νει... Τί ἄλ­λο μπο­ρεῖ νά κά­νει ἀ­πό τό νά  σκαρ­φα­λώ­νει κά­πο­τε στίς πλα­γι­ές του γιά νά γε­μί­σουν τά πνευ­μό­νια του ἀ­έ­ρα κα­θα­ρό, νά ἀ­νε­βαί­νει στήν κο­ρυ­φή του γιά νά ἀ­νοί­γε­ται ἡ σκέ­ψη καί ἡ μα­τιά του στούς ὁ­ρί­ζον­τες. Νά πιά­νει τό μί­το καί νά πο­ρεύ­ε­ται ὅ­που τόν πά­ει τό κου­βά­ρι, γιά νά βρεῑ, γιά νά βγεῑ, γιά νά μά­θει, γιά νά ζή­σει.

Κά­πως ἔ­τσι εἶ­μαι βέ­βαι­ος νοι­ώ­θει κα­θέ­νας μας ἐ­δῶ καί ὄ­χι μό­νο ἐ­γώ, ἀ­δύ­να­μος νά ψελ­λί­σει ὅ­σα ἡ καρ­διά αἰ­σθά­νε­ται καί ὑ­πα­γο­ρεύ­ει στή σκέ­ψη καί τό λό­γο. Αὐ­τήν τήν ἀ­δυ­να­μί­α λοι­πόν, πού γί­νε­ται δύ­να­μη, ἤλ­θα­με ἀ­πό­ψε νά κα­τα­στρώ­σο­με ὅ­λοι ἐ­μεῖς ἐ­δῶ σέ ἕ­να ἱ­ε­ρό κώ­δι­κα, βου­τών­τας τίς πέ­νες μας στῶν καρ­δια­κῶν μας χώ­ρων τά με­λα­νο­δο­χεῖ­α, γιά νά τό προ­σφέ­ρο­με στόν Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πό μας, ἐ­λά­χι­στο ἀν­τι­δώ­ρη­μα φι­λο­πά­το­ρος εὐ­γνώ­μο­νος δι­α­θέ­σε­ως.

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε Ἅ­γι­ε Σε­βα­στεί­ας κ.κ. Δημήτριε, Ἐκ­πρό­σω­πε τῆς Αὐ­τοῦ Θει­ο­τά­της Πα­να­γι­ό­τη­τος, τοῦ Πα­τρός καί Πα­τριά­ρχου μας κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ, καί τῆς Μη­τέ­ρας μας Ἐκ­κλη­σί­ας.

Σεβασμιώτατε Ἅγιε Πέτρας, ἐκπρόσωπε τοῦ Μακαριωτάτου Πατριάρχου Ἀλξανδρείας κ.κ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ τοῦ Κρητός.

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι Ἅ­γιοι Ἀ­δελ­φοί.

Ἐν­τι­μό­τα­τοι Ἄρ­χον­τες καί ὅ­σοι ἐκ­προ­σω­πεῖ­τε ἀ­πό­ψε ἐ­δῶ τό Πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Κρή­της.

Θά ἤ­θε­λα ξε­κι­νών­τας, καί πρίν στρέ­ψω τόν λό­γο πά­λι σέ ἐ­σᾶς, νά μοῦ ἐ­πι­τρέ­ψε­τε νά ἀ­πευ­θυν­θῶ στόν τι­μώ­με­νο Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πό μας, γιά νά τοῦ πῶ εὐ­θύς ἐ­ξαρ­χῆς.

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, γνω­ρί­ζω κα­λά πώς ἀ­πό­ψε ὑ­πο­φέ­ρε­τε. Πώς ὅ­λα αὐ­τά πού λέ­γω καί πού θά πῶ στήν συ­νέ­χεια, στ᾿ αὐ­τιά Σας ἠ­χοῦν ἀ­νυ­πό­φο­ρα. Πώς θά προ­τι­μού­σα­τε νά μήν τά ἀ­κού­γα­τε, ἀ­κό­μη καί νά μήν γί­νον­ταν πο­τέ αὐ­τές οἱ ἐκ­δη­λώ­σεις γιά Σᾶς. Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια ὅ­τι δέν τίς χρει­ά­ζε­σθε. Τίς χρει­α­ζό­μα­στε ὅ­μως ἐ­μεῖς. Τίς χρει­ά­ζε­ται ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας. Καί πα­ρα­κα­λῶ νά τίς δε­χθεῖ­τε μέ τόν ἴ­διο τρό­πο πού πρίν λί­γα χρό­νια ὁ Γέ­ρον­τάς Σας, ὁ πο­λιός Κι­σά­μου καί Σε­λί­νου Εἰ­ρη­ναῖ­ος, τίς ἀν­τι­με­τώ­πι­ζε λέ­γον­τας χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Μιά ἐκ­δή­λω­ση ὅ­μως σάν τήν ἀ­πο­ψι­νή μπο­ρεῖ νά ἑρ­μη­νευ­θεῖ σάν πε­ρι­αυ­το­λο­γί­α ἤ σάν μαρ­τυ­ρί­α. Ἡ ἰ­δι­ό­τη­τά μου καί ἡ ἡ­λι­κί­α μου δέν ἐ­πι­τρέ­πουν τήν πε­ρι­αυ­το­λο­γί­α. Ὁ Χρι­στός πα­ράγ­γελ­νε στούς Μα­θη­τές Του καί μα­ζί μ᾿ αὐτούς σέ ὅ­λους ἐ­κεί­νους πού θά Τόν ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν στούς αἰ­ῶ­νες, νά μή ζη­τοῦ­νε ἀ­μοι­βές καί ἐ­παί­νους γιά αὐ­τό πού κά­νου­νε καί λέ­νε. Γι᾿ αὐ­τό σᾶς εἶ­πα ὅ­τι εἶ­χα καί ἔ­χω ἀ­κό­μη δι­σταγ­μούς γι᾿ αὐ­τήν τήν ἐκ­δή­λω­ση. Τήν ἀ­πο­δέ­χο­μαι ὅ­μως σάν Μαρ­τυ­ρί­α, μέ τήν ἔν­νοι­α πού τή δέ­χτη­καν πάν­τα οἱ ἄν­θρω­ποι τῆς πί­στης καί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, γιά νά με­τα­δώ­σουν στούς ἄλ­λους ὄ­χι τά λό­για καί τά ἔρ­γα των, ἀλ­λά τά λό­για καί τά ἔρ­γα πού ὁ Θε­ός με­τα­φέ­ρει στόν κό­σμο μέ­σα ἀ­πό τήν καρ­διά καί τή ζω­ή των».

Μιά μαρ­τυ­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι αὐ­τό πού γί­νε­ται καί ἀ­πό­ψε μέ πρω­το­βου­λί­α τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­παρ­χια­κῆς Συ­νό­δου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Κρή­της, μιά παι­δα­γω­γί­α γιά ὅ­λους μας, καί ὄ­χι μί­α φι­λο­φρό­νη­ση, μί­α «πρόσ­ρη­σις ψι­λή», ὅ­πως θά ἔ­γρα­φε ὁ ἱ­ε­ρός Πα­τέ­ρας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού δέν ὠ­φε­λεῖ, ἀλ­λά πού ἀ­πό αὐ­τήν «μᾶλ­λον θό­ρυ­βος γί­νε­ται» καί μό­νο «ἀ­γά­πην γνη­σί­αν» δέν φα­νε­ρώ­νει.

Θά μπο­ρού­σα­τε, καί τό κά­νε­τε μέ τόν δι­κό Σας τρό­πο κα­θη­με­ρι­νά, νά ἐ­πα­να­λά­βε­τε τό παύ­λει­ο· «ἐ­μοὶ δὲ μὴ γέ­νοι­το καυ­χᾶ­σθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυ­ρῷ τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν ᾿Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ, δι᾿ οὗ ἐ­μοὶ κό­σμος ἐ­στα­ύ­ρω­ται κἀ­γὼ τῷ κό­σμῳ» (Γα­λάτ. στ΄ 14). Θά μπο­ρού­σα­τε ἀ­κό­μη καί νά μέ δι­α­κό­ψε­τε, ἀλ­λά μήν τό κά­με­τε. Για­τί ἀ­πό­ψε τι­μοῦ­με τό πρό­σω­πό Σας καί συ­νά­μα τόν θε­σμό, ἀ­πό­ψε ὅ­λοι ἐ­μεῖς, στήν Ἀποστολική Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, στήν ἡμιαυτόνομη Ἐκκλησία πού ἔχει τήν κανονική ἐξάρτηση της ἀπό τό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῑο, στήν συν­τε­ταγ­μέ­νη μας Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­πως θά ἔ­λε­γε καί ὁ Γέ­ρον­τάς μου, ὁ μακαριστός Νεκτάριος, τι­μοῦ­με τόν Πρῶ­το μας καί τι­μού­μα­στε ταυ­τό­χρο­να ὅ­λοι. Ἄν θέ­λε­τε μπο­ρεῖ­τε νά τά ἀρ­νη­θεῖ­τε, ἀ­φοῦ καί ὁ λα­ός μας ὁ σο­φός τό προ­στά­ζει αὐ­τό μέ τόν τρό­πο του· «στόν ἄν­δρα δέν εἶ­ναι πρε­πό νά λέ­ει, νά καυ­χι­έ­ται· οἱ ἄλ­λοι νά τά δι­α­λα­λοῦν κι ἐ­κεῖ­νος νά τ᾿ ἀρ­νι­έ­ται»· ἀλ­λά ἀ­φῆ­στε μας πρῶ­τα νά τά δι­α­λα­λή­σο­με.

 Θά ἤ­θε­λα λοιπόν, ξεκινώντας, νά Σᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­σω μέ βα­θειά συγ­κί­νη­ση τά ὅ­σα ἔ­λε­γε σέ Ἐ­σᾶς, σα­ράν­τα δύ­ο χρό­νια πρίν, τήν 23η Φε­βρου­α­ρί­ου 1975, ἡ βα­θειά φω­νή ἑ­νός ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ γί­γαν­τα, τοῦ Κρή­της Εὐ­γε­νί­ου, μέ­σα στόν Να­ό τοῦ Ἁ­η Κα­πε­τάν-Μη­νᾶ τοῦ Με­γά­λου Κά­στρου, κα­τά τήν με­γά­λη ὥ­ρα τῆς εἰς Ἐ­πί­σκο­πον χει­ρο­το­νί­ας Σας:

 «Θε­ο­φι­λέ­στα­τε», Σᾶς ἔ­λε­γε ὁ Με­γά­λος Πρω­θι­ε­ράρ­χης, «Ἡ χα­ρά ἐκ τῆς ἀ­να­δεί­ξε­ως ὑ­πό τῆς Ἱ­ε­ρᾶς ἡ­μῶν Συ­νό­δου καί τῆς Πα­τρι­αρ­χι­κῆς Ἐ­ξαρ­χί­ας, διά παμ­ψη­φί­ας,... πλη­ροῦ­ται σή­με­ρον ὡς με­γά­λη χα­ρά τῆς Ἀ­πο­στο­λι­κῆς ἡ­μῶν Ἐκ­κλη­σί­ας, διά τῆς εἰς Ἐ­πί­σκο­πον χει­ρο­το­νί­ας τῆς Θε­ο­φι­λί­ας σου, τοῦ Ἐ­ψη­φι­σμέ­νου Μη­τρο­πο­λί­του τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως Κυ­δω­νί­ας καί Ἀ­πο­κο­ρώ­νου.

Συ­να­γάλ­λε­ται δ᾿ ἡ­μῖν καί ἡ ἐκ­θρε­ψα­μέ­νη σε εἰς τήν Ἱ­ε­ράν Ἐ­πι­στή­μην στορ­γι­κή πνευ­μα­τι­κή Τρο­φός, γε­ρα­ρά Ἱ­ε­ρά Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή Χάλ­κης, καί ἡ Προ­κα­θη­μέ­νη τῆς ἀ­γά­πης τῶν κατ᾿ ἀ­να­το­λάς Ἐκ­κλη­σι­ῶν, Μή­τηρ Ἁ­γί­α τοῦ Χρι­στοῦ Με­γά­λη Ἐκ­κλη­σί­α, τοῦ σε­βα­σμί­ου σώ­μα­τος τῆς ὁ­ποί­ας ἀ­χώ­ρι­στον μέ­λος τυγ­χά­νει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α Κρή­της, τι­μῶ­σα σε ὡς τέ­κνον Αὐ­τῆς πε­φι­λη­μέ­νον διά τῶν συλ­λει­τουρ­γούν­των Σε­βα­σμι­ω­τά­των Μη­τρο­πο­λι­τῶν ἐκ τῶν συγ­κρο­τούν­των τήν Ἁ­γί­αν καί Ἱ­ε­ράν Σύ­νο­δον, Σταυ­ρου­πό­λε­ως κ. Μα­ξί­μου - τοῦ πο­λυ­σε­βά­στου πνευ­μα­τι­κοῦ Πα­τρός καί σο­φοῦ Σχο­λάρ­χου σου - καί Κο­λω­νί­ας κ. Γα­βρι­ήλ.

Ἡ ἀρ­τί­α θε­ο­λο­γι­κή καί θύ­ρα­θεν κα­τάρ­τι­σίς σου, ἡ ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τος ὀρ­θό­δο­ξος πνευ­μα­τι­κό­της σου καί ἡ μέ­χρι τοῦ­δε ἐν τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ καί τῇ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῇ Ἐκ­παι­δεύ­σει πλου­σί­α δι­α­κο­νί­α καί προ­σφο­ρά σου ἐ­πι­μαρ­τυ­ροῦ­σιν, ὅ­τι μέλ­λεις νά δι­α­κο­νή­σῃς θε­ο­φι­λῶς τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ ἐν τῇ λα­χού­σῃ σοι Θε­ο­σώ­στῳ ἐ­παρ­χί­ᾳ ὡς «ὁ Κα­λός Ποι­μήν», λα­όν τοῦ Θε­οῦ, ἔρ­γοις λάμ­που­σιν Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ὡς πι­στός Φύ­λαξ τῆς κα­νο­νι­κῆς τά­ξε­ως καί τῆς κοι­νῆς ἑ­νώ­σε­ως ἐν τῷ σώ­μα­τι τῆς Το­πι­κῆς ἡ­μῶν Ἐκ­κλη­σί­ας καί τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ ἡ­μῶν Πα­τρι­αρ­χεί­ου, ὡς πι­στός Ἐκ­φρα­στής τῆς ἀ­λη­θεί­ας τῆς Μιᾶς ἐν ὅ­λῳ τῷ κό­σμῳ Ἐκ­κλη­σί­ας καί ὡς δι­ά­κο­νος τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἑ­νό­τη­τος, ἥ­τις, κα­τά τόν ἱ­ε­ρόν Χρυ­σό­στο­μον, ἀ­πο­τε­λεῖ τό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κόν στοι­χεῖ­ον τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὑ­πό τήν πε­πνυ­μέ­νην ἡ­γε­σί­αν τῆς Α. Θει­ο­τά­της Πα­να­γι­ό­τη­τος, τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ ἡ­μῶν Πα­τριά­ρχου κ.κ. Δη­μη­τρί­ου καί τῆς πε­ρί Αὐ­τόν Ἁ­γί­ας καί Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου. (...) Μί­μη­σις Χρι­στοῦ καί μαρ­τυ­ρί­α αἰ­τεῖ­ται ἡ Ἐκ­κλη­σί­α νά εἶ­ναι ὁ Ἐ­πί­σκο­πος ἐν τῇ δι­α­κο­νί­ᾳ του διά τόν ἄν­θρω­πον. (...)  Ἐν τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται ἡ δό­ξα τοῦ Θε­οῦ ἐν ἀν­θρώ­ποις. Θε­ο­φι­λέ­στα­τε, Ἐν τῇ Πί­στει ταύ­τῃ βί­ω­σον τήν ἀρ­χι­ε­ρω­σύ­νην σου: «Κα­κο­πά­θη­σον ὡς κα­λός στρα­τι­ώ­της Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ» ἐν τῇ ἀ­πο­στο­λι­κῇ δι­α­κο­νί­ᾳ σου διά τόν λα­όν τοῦ Θε­οῦ... Ἐν τῇ πο­λυ­ευ­θύ­νῳ δέ ταύ­τῃ δι­α­κο­νί­ᾳ σου ἔ­χε πάν­το­τε κα­τά νοῦν καί τούς λό­γους τοῦ Ἁ­γί­ου Ἰ­γνα­τί­ου: «Οὐ­δέν μοι ὠ­φε­λή­σει τά τερ­πνά τοῦ κό­σμου. Κα­λόν μοι ἀ­πο­θα­νεῖν ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ. Ἐ­κεῖ­νον ζη­τῶ τόν ὑ­πέρ ἡ­μῶν θα­νόν­τα. Ἐ­κεῖ­νον θέ­λω τόν δι᾿ ἡ­μᾶς Ἀ­να­στάν­τα». Ἡ Χά­ρις αὐ­τοῦ με­τά σοῦ».

Σκέ­πτο­μαι, στρέφοντας τόν λόγο σέ ἐσᾶς, ἀ­γα­πη­τοί συν­δαι­τη­μό­νες τῆς ἀ­πο­ψι­νῆς πνευ­μα­τι­κῆς μας συ­νε­στι­ά­σε­ως, πό­σο προ­φη­τι­κός ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται τε­λι­κά αὐ­τός ὁ λό­γος τέσ­σε­ρις δε­κα­ε­τί­ες με­τά. Γιά τόν δι­ά­δο­χό του καί ἄ­με­σο δι­ά­δο­χο τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Τι­μο­θέ­ου, τόν 85ο στόν ἱ­ε­ρό κα­τά­λο­γο τῶν Μη­τρο­πο­λι­τῶν καί Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­πων Κρή­της, τόν ἀ­πό Κυ­δω­νί­ας καί Ἀ­πο­κο­ρώ­νου Εἰ­ρη­ναῖ­ο τόν Ρε­θύ­μνιο. Σκέ­πτο­μαι ἀ­κό­μη πώς ὅ,τι ἔ­γι­νε ἀ­πό τό­τε κι ἔ­πει­τα, γιά ἐ­κεῖ­νον καί ἀ­πό ἐ­κεῖ­νον, σέ αὐ­τούς τούς ἄ­ξο­νες κι­νή­θη­κε, σέ αὐ­τά τά ἐ­φαλ­τή­ρια δο­κι­μά­σθη­κε, ἄν­τε­ξε, κα­τόρ­θω­σε, μέ αὐ­τά τά αἰ­ώ­νια ὑ­λι­κά οἰ­κο­δό­μη­σε ψυ­χές καί συ­νε­χί­ζει νά τό πράτ­τει ἀ­κού­ρα­στα.

Φυλλομετρώντας τό βι­βλί­ο τῆς ζω­ῆς του, πού μάλιστα σήμερα ἀπέκτησε τίτλο πού τοῦ ἔδωσε ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης μας, ὀνομάζοντας το «Ὁ Θεός στήν Κρήτη» στό Σεπτό Πατριαρχικό μήνυμα πού κόμισε ὁ ἐκπρόσωπος Του Σεβ. Ἅγιος Σεβαστείας, στα­μα­τῶ σέ δυ­ό-τρεῖς μό­νο σε­λί­δες της, γιά νά σᾶς τίς προ­σφέ­ρω ὡς ἔ­ναυ­σμα γιά νά προ­ο­δεύ­ε­τε στήν ἀ­νά­γνω­σή του.

Πρώ­τη στά­ση σέ ἕ­να κε­φά­λαι­ο πού ἐ­πι­γρά­φε­ται «Κων­σταν­τι­νού­πο­λη - Χάλ­κη - Ἱ­ε­ρά Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή». Ἠ­χοῦ­σαν ἀ­κό­μη, ὅ­ταν τό 1953 ἀ­νέ­βαι­νε στό Λό­φο τῆς Ἐλ­πί­δος στήν ἐ­ρα­τει­νή Χάλ­κη, οἱ λό­γοι τοῦ Μη­τρο­πο­λί­του Ἰ­κο­νί­ου Ἰ­α­κώ­βου, κα­τά τήν ἀ­νά­λη­ψη τῶν κα­θη­κόν­των του ὡς Σχολάρχου δύ­ο χρό­νια πρίν ἐ­νώ­πιον τοῦ Πα­τριά­ρχη Ἄ­θη­να­γό­ρα: «Κα­τά τήν ἐ­πί­ση­μον δέ ταύ­την στιγ­μήν δι­α­βε­βαι­οῦ­μαι ὅ­τι οὐ­δε­νός θέ­λω φει­σθῇ κό­που καί μό­χθου πρός δι­καί­ω­σιν τν π᾿ ἐ­μέ στη­ρι­χθει­σῶν ἐλ­πί­δων τς Ἐκ­κλη­σί­ας, οὐ­δε­μί­αν θέ­λω ἀ­πο­φύ­γει θυ­σί­αν πρός πραγ­μά­τω­σιν το ὑ­πό τς Τρο­φοῦ Σχο­λῆς στο­χα­ζο­μέ­νου ἱ­ε­ροῦ σκο­ποῦ, το κα­ταρ­τι­σμοῦ δη­λο­νό­τι ψυ­χι­κῶς καί πνευ­μα­τι­κῶς κλη­ρι­κῶν ἀ­ξί­ων της κλή­σε­ως αὐ­τῶν, κλη­ρι­κῶν δι­α­πνε­ο­μέ­νων ὑ­πό πνεύ­μα­τος Χρι­στοῦ, (...) προ­θύ­μων νά θυ­σι­ά­σω­σι τό πν πρός ἐ­ξυ­πη­ρέ­τη­σιν το πλη­σί­ον...». Καί αὐ­τοί οἱ λό­γοι βρῆ­καν τήν δι­καί­ω­σή τους καί στό πρό­σω­πο τοῡ Ἄρ­χι­ε­πι­σκό­που μας, πού τούς ἔ­κλει­σε βα­θειά στήν ψυ­χή του, πού τούς ἐν­στερ­νί­στη­κε.

Ἑ­ξήν­τα χρό­νια πέ­ρα­σαν ἀ­πό τό 1957, ἀ­πό τήν ὁ­λο­κλή­ρω­ση τῶν σπου­δῶν Του στή Χάλ­κη, κι ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι σάν ἐ­κεί­νην τήν ὥ­ρα πού κα­τέ­βαι­νε τά σκα­λο­πά­τια τῆς Σχο­λῆς, ἕ­τοι­μος νά ἀ­νοι­χθεῖ σέ ὁ­ρί­ζον­τες προ­σφο­ρᾶς θυ­σι­α­στι­κῆς, ὅ­πως ἔ­μα­θε ἀ­πό τό ἦ­θος τῆς Μη­τέ­ρας Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­πως δι­δά­χθη­κε σέ ἐ­κεῖ­να τά ἁ­γι­α­σμέ­να ἕ­δρα­να.

Δεύ­τε­ρη στά­ση στό κε­φά­λαι­ο πού ἐ­πι­γρά­φε­ται «Πί­σω στήν Κρή­τη». Κά­πο­τε, με­τά τήν δι­α­κο­νί­α Του στήν Ἀγ­γλί­α, μα­κριά ἀ­πό τήν πα­τρί­δα, ἦλ­θε στήν Κρή­τη ἤ μᾶλ­λον ἐ­πέ­στρε­ψε, ὅ­πως ὅ­λοι, ξέ­νοι καί δι­κοί, πού ἐ­δῶ στήν Κρή­τη μας δέν ἔρ­χον­ται ἀλ­λά ἐ­πι­στρέ­φουν.

Καί ἀ­φουγ­κρά­στη­κε ἕ­να φλο­γε­ρό κή­ρυ­κα πού ξε­σή­κω­νε συ­νει­δή­σεις, τόν Κι­σά­μου Εἰ­ρη­ναῖ­ο, νά λέ­ει: «Γιά ὅ­λη τήν ἀν­θρω­πό­τη­τα ὁ Χρι­στός στά­θη­κε ὁ ἐν­σαρ­κω­μέ­νος Λό­γος τοῦ Θε­οῦ, ὁ Θε­άν­θρω­πος· καί γιά τήν Κρή­τη ὁ Χρι­στός ἐν­σαρ­κώ­θη­κε... Κρη­τι­κός· Ἀμ­πε­λουρ­γός, Ζευ­γᾶς, Ποι­μέ­νας, Σύν­τε­κνος καί Κα­πε­τά­νιος. Ἀ­λέ­τρι­σε μέ τό Εὐ­αγ­γέ­λιό Του τό γό­νι­μο χω­ρά­φι τῆς κρη­τι­κῆς ψυ­χῆς, ἡ­μέ­ρω­σε μέ τή λα­τρεί­α Του τ᾿ ἄ­γρια πα­λι­κά­ρια τῶν βου­νῶν μας, κά­θι­σε μου­σα­φί­ρης στό σκα­μνί μας, τρα­γού­δη­σε στή λύ­ρα μας πά­νω ἀ­πό τά κά­στρα καί τά μο­να­στή­ρια τοῦ με­γά­λου νη­σιοῦ, στά­θη­κε προ­μά­χος μας». Καί ἔ­γι­νε τότε ἀ­κό­λου­θός Του σέ μιά πο­ρεί­α, σέ μιά ἱ­ε­ρα­πο­δη­μί­α, σέ μιά ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή, πού φθά­νει ἕ­ως τήν ὥ­ρα τού­τη καί μέ­χρι νά θέ­λει ὁ Θε­ός.

Καί ἔ­μα­θε κον­τά του νά αἰ­σθά­νε­ται καί νά λέ­ει αὐ­τό πού συ­χνά ἐ­κεῖ­νος ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε: «Πό­σο μοῦ ἀ­ρέ­σουν οἱ ἄν­θρω­ποι πού κρα­τοῦν στόν ἕ­να ὤ­μο τόν Σταυ­ρό καί στόν ἄλ­λο τήν ἀ­γά­πη! Κεῖ­νοι πού πί­νουν ἀ­δι­ά­κο­πα ἀ­πό τό πο­τή­ρι τῆς πί­κρας καί ὅ­μως μι­λοῦν πάν­τα μέ ὡ­ραί­α λό­για. Κεῖ­νοι πού ζοῦ­νε σέ ἕ­να κα­μί­νι πυ­ρω­μέ­νο καί ὅ­μως τρα­γου­δοῦν γιά τόν Θε­ό. Κεῖ­νοι πού πο­νοῦν ἴ­σως στήν λά­σπη καί στίς σκλη­ρές πέ­τρες τῶν δρό­μων τῆς ζω­ῆς, μά τά μά­τια τῆς ψυ­χῆς τους εἶ­ναι στραμ­μέ­να στά ὑ­περ­κό­σμια ὁ­ρά­μα­τα καί στόν Θε­ό!».

Καί ξε­κί­νη­σε μιά στρά­τα ζω­ῆς, κυτ­τά­ζον­τας τήν μιά ψη­λά στόν οὐ­ρα­νό,  στόν Θε­ό, ζη­τών­τας νά τοῦ γνω­ρί­σει τήν ὁ­δόν Του γιά νά πο­ρεύ­ε­ται (πρβλ. Ψαλμ. ρμβ΄ 8), καί τήν ἄλ­λη κυτ­τά­ζον­τας στήν γῆ, στόν ἄν­θρω­πο, γιά νά τοῦ πεῖ μέ τά λό­για πά­λι τοῦ γέ­ρον­τα Εἰ­ρη­ναί­ου: «Θέ­λω νά ἔρ­θω νά σέ βρῶ, ὦ ἅ­γιο θῦ­μα τῆς ζω­ῆς, ἄν­θρω­πε τῆς θυ­σί­ας καί τῆς προ­σφο­ρᾶς, καί νά σέ ἀ­σπα­στῶ στό φω­τει­νό σου, μαρ­τυ­ρι­κό μέ­τω­πο. Ἄν εἶ­σαι τα­πει­νός ἄν­θρω­πος καί εἶ­σαι σκυμ­μέ­νος στό χω­ρά­φι σου, στό ἐρ­γα­στή­ρι σου, στό νοι­κο­κυ­ριό, στό γρα­φεῖ­ο σου καί μο­χθεῖς καί δι­α­κο­νεῖς καί θυ­σι­ά­ζε­σαι ἀ­θό­ρυ­βα καί τα­πει­νά γιά τό κα­λό τῶν ἄλ­λων, τό­τε κά­νε πι­στά τήν σι­ω­πη­λή σου θυ­σί­α καί νά εἶ­σαι σί­γου­ρος ὅ­τι θά ἔρ­θει ἡ ἀ­να­γνώ­ρι­ση. Τό ΦΩΣ θά λάμ­ψει καί ἡ ΑΡΕΤΗ θά θρι­αμ­βεύ­σει».

Μιά τρίτη στάση ἐπιχειροῦμε στό κεφάλαιο πού ἐπιγράφεται «Ὕπαρξη Θεοειδής – Πολιτεία Ἀγγελοειδής». Σ᾿ αὐτό καταγράφεται πῶς ὁ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πός μας ἔ­κα­νε ὅ­λη τήν ζω­ή του λι­τή καί Λι­τή. Ζω­ή πού ἐ­πι­δέ­χε­ται τό ἐ­πί­θε­το «λι­τή», μέ τήν ἔν­νοι­α τῆς λι­τό­τη­τας, πού ἔ­χει γί­νει ταυ­τό­ση­μη μα­ζί του, ἀλ­λά καί μέ τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἐ­κεί­νη ἔν­νοι­α τῆς Λι­τῆς, τοῦ οὐ­σι­α­στι­κοῦ πού πα­ρά­γε­ται ἀ­πό τό ρῆ­μα «λί­το­μαι», πού ση­μαί­νει «ἱ­κε­τεύ­ω» καί «θερ­μο­πα­ρα­κα­λῶ», τῆς ἀ­έ­να­ης ἐ­κεί­νης λι­τα­νευ­τι­κῆς πομ­πῆς ἀ­πό τό Ἅ­γιο Βῆ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στόν Νάρ­θη­κα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης κοι­νω­νί­ας γιά νά εὐ­λο­γη­θεῖ ἡ τρά­πε­ζα τῶν ἄρ­των πού θά χορ­τά­σει τόν πνευ­μα­τι­κό μας λι­μό καί θά θρέ­ψει, ὡς οὐ­ρά­νιο μάν­να στήν ἐ­ρη­μη­τι­κή πο­ρεί­α τοῦ κό­σμου, τίς ὑ­πάρ­ξεις μας.

Ὁ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Εἰ­ρη­ναῖ­ος, ἔ­χον­τας βα­θειά τήν συ­ναί­σθη­ση τῆς εὐ­θυ­νο­φό­ρου δι­α­δο­χῆς τοῦ Ἀ­πο­στό­λου τῶν Ἐ­θνῶν καί τοῦ νη­σιοῦ μας, Παύ­λου, καί τοῦ συ­νεκ­δή­μου του, Ἀ­πο­στό­λου καί Πρω­τε­πι­σκό­που τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, Τί­του, συ­νε­χί­ζει τό δι­κό τους ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό ἔρ­γο, ἱ­ε­ρουρ­γών­τας μυ­στι­κά στίς καρ­δι­ές μας τό Μυ­στή­ριο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί καλ­λι­ερ­γών­τας τήν ἄμ­πε­λο τῆς Κρη­τι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί σπεί­ρον­τας ἀ­έ­να­α τόν λό­γο τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου ἄλ­λο­τε «εἰς τὴν γῆν τὴν ἀ­γα­θήν» καί ἄλ­λο­τε «ἐ­πὶ τὴν πέ­τραν» (πρβλ. Λουκ. η΄ 5-8), μέ τήν πε­ποί­θη­ση ὅ­τι «Θε­οῦ γάρ ἐ­σμεν συ­νερ­γοί» (Α΄ Κορ. γ΄ 9) στό γε­ώρ­γιό Του καί Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι πού τε­λι­κά αὐ­ξά­νει καί καρ­πο­φο­ρεῖ.

Ὀ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Εἰ­ρη­ναῖ­ος, ἔ­τσι τό αἰ­σθά­νο­μαι, ἔ­τσι τό βλέ­πω καί ἔ­τσι τό κα­τα­θέ­τω στήν ἀ­γά­πη σας, κρα­τᾶ στό ἕ­να του χέ­ρι πό­τε τήν ἀ­ξί­να καί πό­τε τό πο­τι­στή­ρι καί στό ἄλ­λο ἕ­να εἰ­λη­τά­ριο μέ ἀ­πο­θη­σαυ­ρι­σμέ­νο τόν παύ­λει­ο λό­γο πού ἀ­πε­στά­λη «πρός Τί­τον» κά­πο­τε καί πρός τούς Κρῆ­τες δι­α­χρο­νι­κά. Ἀ­πό ἐ­κεῖ δι­α­βά­ζει καί ἀ­πό ἐ­κεῖ μᾶς νου­θε­τεῖ: «Σὺ δὲ λά­λει ἃ πρέ­πει τῇ ὑ­γι­αι­νο­ύ­σῃ δι­δα­σκα­λί­ᾳ. Πρε­σβύ­τας νη­φα­λί­ους εἶ­ναι, σε­μνο­ύς, σώ­φρο­νας, ὑ­γι­α­ί­νον­τας τῇ πί­στει, τῇ ἀ­γά­πῃ, τῇ ὑ­πο­μο­νῇ. Πρε­σβύ­τι­δας ὡ­σα­ύ­τως ἐν κα­τα­στή­μα­τι ἱ­ε­ρο­πρε­πεῖς, ... κα­λο­δι­δα­σκά­λους, ἵ­να σω­φρο­νί­ζω­σι τὰς νέ­ας φι­λάν­δρους εἶ­ναι, φι­λο­τέ­κνους, σώ­φρο­νας, ἁ­γνάς, οἰ­κου­ρο­ύς, ἀ­γα­θάς... Τοὺς νε­ω­τέ­ρους ὡ­σα­ύ­τως πα­ρα­κά­λει σω­φρο­νεῖν, πε­ρὶ πάν­τα σε­αυ­τὸν πα­ρε­χό­με­νος τύ­πον κα­λῶν ἔρ­γων...» (Τίτ. α΄ 1-7).

Ὀ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Εἰ­ρη­ναῖ­ος κά­νει πρά­ξη δια­ρκῶς τούς στί­χους τοῦ τρα­γου­διοῦ πού τόν χα­ρα­κτη­ρί­ζει, γι᾿ αὐ­τό καί τό ἀ­γα­πᾶ καί τό σι­γο­τρα­γου­δᾶ συ­χνά-πυ­κνά: «Ν᾿ ἀ­γα­πᾶς τά βου­νά καί τά πέ­λα­γα, τούς γνω­στούς καί τούς ἄ­γνω­ρους τό­πους, τά που­λιά, τά λου­λού­δια, τά σύν­νε­

© Copyright 2025 Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης Top