Ομιλία του Σεβ. Μητροπολίτου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ. Ευγενίου στην εκδήλωση προς τιμήν του Σεβ. Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Ειρηναίου
ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΡΕΘΥΜΝΗΣ ΚΑΙ ΑΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ κ. ΕΥΓΕΝΙΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ
ΤΟΥ ΣΕΒ. ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΗΤΗΣ κ.κ. ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ
ΔΙΑ ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑΝ ΤΗΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΥ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ
Ἡράκλειο, 23 Αὐγούστου 2017
Ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδός μας, μοῦ ἀνέθεσε νά ὁμιλήσω αὐτήν τήν ἐπίσημη ὥρα ἤ καλύτερα, ὅπως προσωπικά τό αἰσθάνομαι, αὐτήν τήν ὄμορφη οἰκογενειακή μας ἑορτή γιά τόν Ἀρχιεπίσκοπό μας, γιά τόν Πρῶτο μας, ὄχι στό ἀξίωμα μέ κοσμική θωριά, ἀλλά στήν θυσία, στήν ἀγωνιστικότητα, στήν πνευματική ἀξιωσύνη, στήν ἀληθινή λεβεντιά τῆς πιστότητας καί τοῦ ἱεροῦ χρέους.
Στό κέλευσμα τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς μας Συνόδου ὑπακούοντας καί μέσα στό χρόνο πού μοῦ χαρίζει ἡ ἀγάπη τῶν ὑπό τήν προεδρία τοῦ ἁγίου Κισάμου Σεβασμίων Μελῶν τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς γιά τήν Ὀργάνωση τῶν Τιμητικῶν αὐτῶν Ἐκδηλώσεων, τήν Ὁποία καί εὐχαριστῶ ἀπό καρδιᾶς, στέκομαι μπροστά σας γιά νά ἀρθρώσω λόγο τιμῆς στόν Ἀρχιεπίσκοπό μας γιά τήν συμπλήρωση δέκα καί πλέον ἐτῶν διακονίας.
Νοιώθω τόσο ἀμήχανα κυττάζοντάς Τον καί κυττάζοντάς σας καί ἀναρωτιέμαι. Τώρα τί νά πῶ; Ἕνας ἄνθρωπος πού αἰσθάνεται ἀμμόλοφος τί μπορεῖ νά ψελλίσει γιά τόν Ψηλορείτη; Μόνο νά τόν θαυμάζει μπορεῖ καί νά τόν καμαρώνει... Τί ἄλλο μπορεῖ νά κάνει ἀπό τό νά σκαρφαλώνει κάποτε στίς πλαγιές του γιά νά γεμίσουν τά πνευμόνια του ἀέρα καθαρό, νά ἀνεβαίνει στήν κορυφή του γιά νά ἀνοίγεται ἡ σκέψη καί ἡ ματιά του στούς ὁρίζοντες. Νά πιάνει τό μίτο καί νά πορεύεται ὅπου τόν πάει τό κουβάρι, γιά νά βρεῑ, γιά νά βγεῑ, γιά νά μάθει, γιά νά ζήσει.
Κάπως ἔτσι εἶμαι βέβαιος νοιώθει καθένας μας ἐδῶ καί ὄχι μόνο ἐγώ, ἀδύναμος νά ψελλίσει ὅσα ἡ καρδιά αἰσθάνεται καί ὑπαγορεύει στή σκέψη καί τό λόγο. Αὐτήν τήν ἀδυναμία λοιπόν, πού γίνεται δύναμη, ἤλθαμε ἀπόψε νά καταστρώσομε ὅλοι ἐμεῖς ἐδῶ σέ ἕνα ἱερό κώδικα, βουτώντας τίς πένες μας στῶν καρδιακῶν μας χώρων τά μελανοδοχεῖα, γιά νά τό προσφέρομε στόν Ἀρχιεπίσκοπό μας, ἐλάχιστο ἀντιδώρημα φιλοπάτορος εὐγνώμονος διαθέσεως.
Σεβασμιώτατε Ἅγιε Σεβαστείας κ.κ. Δημήτριε, Ἐκπρόσωπε τῆς Αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος, τοῦ Πατρός καί Πατριάρχου μας κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ, καί τῆς Μητέρας μας Ἐκκλησίας.
Σεβασμιώτατε Ἅγιε Πέτρας, ἐκπρόσωπε τοῦ Μακαριωτάτου Πατριάρχου Ἀλξανδρείας κ.κ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ τοῦ Κρητός.
Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀδελφοί.
Ἐντιμότατοι Ἄρχοντες καί ὅσοι ἐκπροσωπεῖτε ἀπόψε ἐδῶ τό Πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης.
Θά ἤθελα ξεκινώντας, καί πρίν στρέψω τόν λόγο πάλι σέ ἐσᾶς, νά μοῦ ἐπιτρέψετε νά ἀπευθυνθῶ στόν τιμώμενο Ἀρχιεπίσκοπό μας, γιά νά τοῦ πῶ εὐθύς ἐξαρχῆς.
Σεβασμιώτατε, γνωρίζω καλά πώς ἀπόψε ὑποφέρετε. Πώς ὅλα αὐτά πού λέγω καί πού θά πῶ στήν συνέχεια, στ᾿ αὐτιά Σας ἠχοῦν ἀνυπόφορα. Πώς θά προτιμούσατε νά μήν τά ἀκούγατε, ἀκόμη καί νά μήν γίνονταν ποτέ αὐτές οἱ ἐκδηλώσεις γιά Σᾶς. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι δέν τίς χρειάζεσθε. Τίς χρειαζόμαστε ὅμως ἐμεῖς. Τίς χρειάζεται ἡ Ἐκκλησία μας. Καί παρακαλῶ νά τίς δεχθεῖτε μέ τόν ἴδιο τρόπο πού πρίν λίγα χρόνια ὁ Γέροντάς Σας, ὁ πολιός Κισάμου καί Σελίνου Εἰρηναῖος, τίς ἀντιμετώπιζε λέγοντας χαρακτηριστικά: «Μιά ἐκδήλωση ὅμως σάν τήν ἀποψινή μπορεῖ νά ἑρμηνευθεῖ σάν περιαυτολογία ἤ σάν μαρτυρία. Ἡ ἰδιότητά μου καί ἡ ἡλικία μου δέν ἐπιτρέπουν τήν περιαυτολογία. Ὁ Χριστός παράγγελνε στούς Μαθητές Του καί μαζί μ᾿ αὐτούς σέ ὅλους ἐκείνους πού θά Τόν ἀκολουθοῦσαν στούς αἰῶνες, νά μή ζητοῦνε ἀμοιβές καί ἐπαίνους γιά αὐτό πού κάνουνε καί λένε. Γι᾿ αὐτό σᾶς εἶπα ὅτι εἶχα καί ἔχω ἀκόμη δισταγμούς γι᾿ αὐτήν τήν ἐκδήλωση. Τήν ἀποδέχομαι ὅμως σάν Μαρτυρία, μέ τήν ἔννοια πού τή δέχτηκαν πάντα οἱ ἄνθρωποι τῆς πίστης καί τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά μεταδώσουν στούς ἄλλους ὄχι τά λόγια καί τά ἔργα των, ἀλλά τά λόγια καί τά ἔργα πού ὁ Θεός μεταφέρει στόν κόσμο μέσα ἀπό τήν καρδιά καί τή ζωή των».
Μιά μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αὐτό πού γίνεται καί ἀπόψε μέ πρωτοβουλία τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, μιά παιδαγωγία γιά ὅλους μας, καί ὄχι μία φιλοφρόνηση, μία «πρόσρησις ψιλή», ὅπως θά ἔγραφε ὁ ἱερός Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, πού δέν ὠφελεῖ, ἀλλά πού ἀπό αὐτήν «μᾶλλον θόρυβος γίνεται» καί μόνο «ἀγάπην γνησίαν» δέν φανερώνει.
Θά μπορούσατε, καί τό κάνετε μέ τόν δικό Σας τρόπο καθημερινά, νά ἐπαναλάβετε τό παύλειο· «ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ» (Γαλάτ. στ΄ 14). Θά μπορούσατε ἀκόμη καί νά μέ διακόψετε, ἀλλά μήν τό κάμετε. Γιατί ἀπόψε τιμοῦμε τό πρόσωπό Σας καί συνάμα τόν θεσμό, ἀπόψε ὅλοι ἐμεῖς, στήν Ἀποστολική Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, στήν ἡμιαυτόνομη Ἐκκλησία πού ἔχει τήν κανονική ἐξάρτηση της ἀπό τό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῑο, στήν συντεταγμένη μας Ἐκκλησία, ὅπως θά ἔλεγε καί ὁ Γέροντάς μου, ὁ μακαριστός Νεκτάριος, τιμοῦμε τόν Πρῶτο μας καί τιμούμαστε ταυτόχρονα ὅλοι. Ἄν θέλετε μπορεῖτε νά τά ἀρνηθεῖτε, ἀφοῦ καί ὁ λαός μας ὁ σοφός τό προστάζει αὐτό μέ τόν τρόπο του· «στόν ἄνδρα δέν εἶναι πρεπό νά λέει, νά καυχιέται· οἱ ἄλλοι νά τά διαλαλοῦν κι ἐκεῖνος νά τ᾿ ἀρνιέται»· ἀλλά ἀφῆστε μας πρῶτα νά τά διαλαλήσομε.
Θά ἤθελα λοιπόν, ξεκινώντας, νά Σᾶς ὑπενθυμίσω μέ βαθειά συγκίνηση τά ὅσα ἔλεγε σέ Ἐσᾶς, σαράντα δύο χρόνια πρίν, τήν 23η Φεβρουαρίου 1975, ἡ βαθειά φωνή ἑνός ἐκκλησιαστικοῦ γίγαντα, τοῦ Κρήτης Εὐγενίου, μέσα στόν Ναό τοῦ Ἁη Καπετάν-Μηνᾶ τοῦ Μεγάλου Κάστρου, κατά τήν μεγάλη ὥρα τῆς εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονίας Σας:
«Θεοφιλέστατε», Σᾶς ἔλεγε ὁ Μεγάλος Πρωθιεράρχης, «Ἡ χαρά ἐκ τῆς ἀναδείξεως ὑπό τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου καί τῆς Πατριαρχικῆς Ἐξαρχίας, διά παμψηφίας,... πληροῦται σήμερον ὡς μεγάλη χαρά τῆς Ἀποστολικῆς ἡμῶν Ἐκκλησίας, διά τῆς εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονίας τῆς Θεοφιλίας σου, τοῦ Ἐψηφισμένου Μητροπολίτου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου.
Συναγάλλεται δ᾿ ἡμῖν καί ἡ ἐκθρεψαμένη σε εἰς τήν Ἱεράν Ἐπιστήμην στοργική πνευματική Τροφός, γεραρά Ἱερά Θεολογική Σχολή Χάλκης, καί ἡ Προκαθημένη τῆς ἀγάπης τῶν κατ᾿ ἀνατολάς Ἐκκλησιῶν, Μήτηρ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία, τοῦ σεβασμίου σώματος τῆς ὁποίας ἀχώριστον μέλος τυγχάνει ἡ Ἐκκλησία Κρήτης, τιμῶσα σε ὡς τέκνον Αὐτῆς πεφιλημένον διά τῶν συλλειτουργούντων Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν ἐκ τῶν συγκροτούντων τήν Ἁγίαν καί Ἱεράν Σύνοδον, Σταυρουπόλεως κ. Μαξίμου - τοῦ πολυσεβάστου πνευματικοῦ Πατρός καί σοφοῦ Σχολάρχου σου - καί Κολωνίας κ. Γαβριήλ.
Ἡ ἀρτία θεολογική καί θύραθεν κατάρτισίς σου, ἡ ἀναμφισβήτητος ὀρθόδοξος πνευματικότης σου καί ἡ μέχρι τοῦδε ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί τῇ Ἐκκλησιαστικῇ Ἐκπαιδεύσει πλουσία διακονία καί προσφορά σου ἐπιμαρτυροῦσιν, ὅτι μέλλεις νά διακονήσῃς θεοφιλῶς τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐν τῇ λαχούσῃ σοι Θεοσώστῳ ἐπαρχίᾳ ὡς «ὁ Καλός Ποιμήν», λαόν τοῦ Θεοῦ, ἔργοις λάμπουσιν Ὀρθοδοξίας, ὡς πιστός Φύλαξ τῆς κανονικῆς τάξεως καί τῆς κοινῆς ἑνώσεως ἐν τῷ σώματι τῆς Τοπικῆς ἡμῶν Ἐκκλησίας καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ ἡμῶν Πατριαρχείου, ὡς πιστός Ἐκφραστής τῆς ἀληθείας τῆς Μιᾶς ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ Ἐκκλησίας καί ὡς διάκονος τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος, ἥτις, κατά τόν ἱερόν Χρυσόστομον, ἀποτελεῖ τό χαρακτηριστικόν στοιχεῖον τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό τήν πεπνυμένην ἡγεσίαν τῆς Α. Θειοτάτης Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ ἡμῶν Πατριάρχου κ.κ. Δημητρίου καί τῆς περί Αὐτόν Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου. (...) Μίμησις Χριστοῦ καί μαρτυρία αἰτεῖται ἡ Ἐκκλησία νά εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος ἐν τῇ διακονίᾳ του διά τόν ἄνθρωπον. (...) Ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πραγματοποιεῖται ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ ἐν ἀνθρώποις. Θεοφιλέστατε, Ἐν τῇ Πίστει ταύτῃ βίωσον τήν ἀρχιερωσύνην σου: «Κακοπάθησον ὡς καλός στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ» ἐν τῇ ἀποστολικῇ διακονίᾳ σου διά τόν λαόν τοῦ Θεοῦ... Ἐν τῇ πολυευθύνῳ δέ ταύτῃ διακονίᾳ σου ἔχε πάντοτε κατά νοῦν καί τούς λόγους τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου: «Οὐδέν μοι ὠφελήσει τά τερπνά τοῦ κόσμου. Καλόν μοι ἀποθανεῖν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Ἐκεῖνον ζητῶ τόν ὑπέρ ἡμῶν θανόντα. Ἐκεῖνον θέλω τόν δι᾿ ἡμᾶς Ἀναστάντα». Ἡ Χάρις αὐτοῦ μετά σοῦ».
Σκέπτομαι, στρέφοντας τόν λόγο σέ ἐσᾶς, ἀγαπητοί συνδαιτημόνες τῆς ἀποψινῆς πνευματικῆς μας συνεστιάσεως, πόσο προφητικός ἀποδεικνύεται τελικά αὐτός ὁ λόγος τέσσερις δεκαετίες μετά. Γιά τόν διάδοχό του καί ἄμεσο διάδοχο τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Τιμοθέου, τόν 85ο στόν ἱερό κατάλογο τῶν Μητροπολιτῶν καί Ἀρχιεπισκόπων Κρήτης, τόν ἀπό Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου Εἰρηναῖο τόν Ρεθύμνιο. Σκέπτομαι ἀκόμη πώς ὅ,τι ἔγινε ἀπό τότε κι ἔπειτα, γιά ἐκεῖνον καί ἀπό ἐκεῖνον, σέ αὐτούς τούς ἄξονες κινήθηκε, σέ αὐτά τά ἐφαλτήρια δοκιμάσθηκε, ἄντεξε, κατόρθωσε, μέ αὐτά τά αἰώνια ὑλικά οἰκοδόμησε ψυχές καί συνεχίζει νά τό πράττει ἀκούραστα.
Φυλλομετρώντας τό βιβλίο τῆς ζωῆς του, πού μάλιστα σήμερα ἀπέκτησε τίτλο πού τοῦ ἔδωσε ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης μας, ὀνομάζοντας το «Ὁ Θεός στήν Κρήτη» στό Σεπτό Πατριαρχικό μήνυμα πού κόμισε ὁ ἐκπρόσωπος Του Σεβ. Ἅγιος Σεβαστείας, σταματῶ σέ δυό-τρεῖς μόνο σελίδες της, γιά νά σᾶς τίς προσφέρω ὡς ἔναυσμα γιά νά προοδεύετε στήν ἀνάγνωσή του.
Πρώτη στάση σέ ἕνα κεφάλαιο πού ἐπιγράφεται «Κωνσταντινούπολη - Χάλκη - Ἱερά Θεολογική Σχολή». Ἠχοῦσαν ἀκόμη, ὅταν τό 1953 ἀνέβαινε στό Λόφο τῆς Ἐλπίδος στήν ἐρατεινή Χάλκη, οἱ λόγοι τοῦ Μητροπολίτου Ἰκονίου Ἰακώβου, κατά τήν ἀνάληψη τῶν καθηκόντων του ὡς Σχολάρχου δύο χρόνια πρίν ἐνώπιον τοῦ Πατριάρχη Ἄθηναγόρα: «Κατά τήν ἐπίσημον δέ ταύτην στιγμήν διαβεβαιοῦμαι ὅτι οὐδενός θέλω φεισθῇ κόπου καί μόχθου πρός δικαίωσιν τῶν ἐπ᾿ ἐμέ στηριχθεισῶν ἐλπίδων τῆς Ἐκκλησίας, οὐδεμίαν θέλω ἀποφύγει θυσίαν πρός πραγμάτωσιν τοῦ ὑπό τῆς Τροφοῦ Σχολῆς στοχαζομένου ἱεροῦ σκοποῦ, τοῦ καταρτισμοῦ δηλονότι ψυχικῶς καί πνευματικῶς κληρικῶν ἀξίων της κλήσεως αὐτῶν, κληρικῶν διαπνεομένων ὑπό πνεύματος Χριστοῦ, (...) προθύμων νά θυσιάσωσι τό πᾶν πρός ἐξυπηρέτησιν τοῦ πλησίον...». Καί αὐτοί οἱ λόγοι βρῆκαν τήν δικαίωσή τους καί στό πρόσωπο τοῡ Ἄρχιεπισκόπου μας, πού τούς ἔκλεισε βαθειά στήν ψυχή του, πού τούς ἐνστερνίστηκε.
Ἑξήντα χρόνια πέρασαν ἀπό τό 1957, ἀπό τήν ὁλοκλήρωση τῶν σπουδῶν Του στή Χάλκη, κι ἐκεῖνος εἶναι σάν ἐκείνην τήν ὥρα πού κατέβαινε τά σκαλοπάτια τῆς Σχολῆς, ἕτοιμος νά ἀνοιχθεῖ σέ ὁρίζοντες προσφορᾶς θυσιαστικῆς, ὅπως ἔμαθε ἀπό τό ἦθος τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας, ὅπως διδάχθηκε σέ ἐκεῖνα τά ἁγιασμένα ἕδρανα.
Δεύτερη στάση στό κεφάλαιο πού ἐπιγράφεται «Πίσω στήν Κρήτη». Κάποτε, μετά τήν διακονία Του στήν Ἀγγλία, μακριά ἀπό τήν πατρίδα, ἦλθε στήν Κρήτη ἤ μᾶλλον ἐπέστρεψε, ὅπως ὅλοι, ξένοι καί δικοί, πού ἐδῶ στήν Κρήτη μας δέν ἔρχονται ἀλλά ἐπιστρέφουν.
Καί ἀφουγκράστηκε ἕνα φλογερό κήρυκα πού ξεσήκωνε συνειδήσεις, τόν Κισάμου Εἰρηναῖο, νά λέει: «Γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα ὁ Χριστός στάθηκε ὁ ἐνσαρκωμένος Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεάνθρωπος· καί γιά τήν Κρήτη ὁ Χριστός ἐνσαρκώθηκε... Κρητικός· Ἀμπελουργός, Ζευγᾶς, Ποιμένας, Σύντεκνος καί Καπετάνιος. Ἀλέτρισε μέ τό Εὐαγγέλιό Του τό γόνιμο χωράφι τῆς κρητικῆς ψυχῆς, ἡμέρωσε μέ τή λατρεία Του τ᾿ ἄγρια παλικάρια τῶν βουνῶν μας, κάθισε μουσαφίρης στό σκαμνί μας, τραγούδησε στή λύρα μας πάνω ἀπό τά κάστρα καί τά μοναστήρια τοῦ μεγάλου νησιοῦ, στάθηκε προμάχος μας». Καί ἔγινε τότε ἀκόλουθός Του σέ μιά πορεία, σέ μιά ἱεραποδημία, σέ μιά ἱεραποστολή, πού φθάνει ἕως τήν ὥρα τούτη καί μέχρι νά θέλει ὁ Θεός.
Καί ἔμαθε κοντά του νά αἰσθάνεται καί νά λέει αὐτό πού συχνά ἐκεῖνος ἐπαναλάμβανε: «Πόσο μοῦ ἀρέσουν οἱ ἄνθρωποι πού κρατοῦν στόν ἕνα ὤμο τόν Σταυρό καί στόν ἄλλο τήν ἀγάπη! Κεῖνοι πού πίνουν ἀδιάκοπα ἀπό τό ποτήρι τῆς πίκρας καί ὅμως μιλοῦν πάντα μέ ὡραία λόγια. Κεῖνοι πού ζοῦνε σέ ἕνα καμίνι πυρωμένο καί ὅμως τραγουδοῦν γιά τόν Θεό. Κεῖνοι πού πονοῦν ἴσως στήν λάσπη καί στίς σκληρές πέτρες τῶν δρόμων τῆς ζωῆς, μά τά μάτια τῆς ψυχῆς τους εἶναι στραμμένα στά ὑπερκόσμια ὁράματα καί στόν Θεό!».
Καί ξεκίνησε μιά στράτα ζωῆς, κυττάζοντας τήν μιά ψηλά στόν οὐρανό, στόν Θεό, ζητώντας νά τοῦ γνωρίσει τήν ὁδόν Του γιά νά πορεύεται (πρβλ. Ψαλμ. ρμβ΄ 8), καί τήν ἄλλη κυττάζοντας στήν γῆ, στόν ἄνθρωπο, γιά νά τοῦ πεῖ μέ τά λόγια πάλι τοῦ γέροντα Εἰρηναίου: «Θέλω νά ἔρθω νά σέ βρῶ, ὦ ἅγιο θῦμα τῆς ζωῆς, ἄνθρωπε τῆς θυσίας καί τῆς προσφορᾶς, καί νά σέ ἀσπαστῶ στό φωτεινό σου, μαρτυρικό μέτωπο. Ἄν εἶσαι ταπεινός ἄνθρωπος καί εἶσαι σκυμμένος στό χωράφι σου, στό ἐργαστήρι σου, στό νοικοκυριό, στό γραφεῖο σου καί μοχθεῖς καί διακονεῖς καί θυσιάζεσαι ἀθόρυβα καί ταπεινά γιά τό καλό τῶν ἄλλων, τότε κάνε πιστά τήν σιωπηλή σου θυσία καί νά εἶσαι σίγουρος ὅτι θά ἔρθει ἡ ἀναγνώριση. Τό ΦΩΣ θά λάμψει καί ἡ ΑΡΕΤΗ θά θριαμβεύσει».
Μιά τρίτη στάση ἐπιχειροῦμε στό κεφάλαιο πού ἐπιγράφεται «Ὕπαρξη Θεοειδής – Πολιτεία Ἀγγελοειδής». Σ᾿ αὐτό καταγράφεται πῶς ὁ Ἀρχιεπίσκοπός μας ἔκανε ὅλη τήν ζωή του λιτή καί Λιτή. Ζωή πού ἐπιδέχεται τό ἐπίθετο «λιτή», μέ τήν ἔννοια τῆς λιτότητας, πού ἔχει γίνει ταυτόσημη μαζί του, ἀλλά καί μέ τήν ἐκκλησιαστική ἐκείνη ἔννοια τῆς Λιτῆς, τοῦ οὐσιαστικοῦ πού παράγεται ἀπό τό ρῆμα «λίτομαι», πού σημαίνει «ἱκετεύω» καί «θερμοπαρακαλῶ», τῆς ἀέναης ἐκείνης λιτανευτικῆς πομπῆς ἀπό τό Ἅγιο Βῆμα τῆς Ἐκκλησίας στόν Νάρθηκα τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας γιά νά εὐλογηθεῖ ἡ τράπεζα τῶν ἄρτων πού θά χορτάσει τόν πνευματικό μας λιμό καί θά θρέψει, ὡς οὐράνιο μάννα στήν ἐρημητική πορεία τοῦ κόσμου, τίς ὑπάρξεις μας.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Εἰρηναῖος, ἔχοντας βαθειά τήν συναίσθηση τῆς εὐθυνοφόρου διαδοχῆς τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν καί τοῦ νησιοῦ μας, Παύλου, καί τοῦ συνεκδήμου του, Ἀποστόλου καί Πρωτεπισκόπου τῆς Ἐκκλησίας μας, Τίτου, συνεχίζει τό δικό τους ἱεραποστολικό ἔργο, ἱερουργώντας μυστικά στίς καρδιές μας τό Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καί καλλιεργώντας τήν ἄμπελο τῆς Κρητικῆς Ἐκκλησίας καί σπείροντας ἀέναα τόν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου ἄλλοτε «εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν» καί ἄλλοτε «ἐπὶ τὴν πέτραν» (πρβλ. Λουκ. η΄ 5-8), μέ τήν πεποίθηση ὅτι «Θεοῦ γάρ ἐσμεν συνεργοί» (Α΄ Κορ. γ΄ 9) στό γεώργιό Του καί Ἐκεῖνος εἶναι πού τελικά αὐξάνει καί καρποφορεῖ.
Ὀ Ἀρχιεπίσκοπος Εἰρηναῖος, ἔτσι τό αἰσθάνομαι, ἔτσι τό βλέπω καί ἔτσι τό καταθέτω στήν ἀγάπη σας, κρατᾶ στό ἕνα του χέρι πότε τήν ἀξίνα καί πότε τό ποτιστήρι καί στό ἄλλο ἕνα εἰλητάριο μέ ἀποθησαυρισμένο τόν παύλειο λόγο πού ἀπεστάλη «πρός Τίτον» κάποτε καί πρός τούς Κρῆτες διαχρονικά. Ἀπό ἐκεῖ διαβάζει καί ἀπό ἐκεῖ μᾶς νουθετεῖ: «Σὺ δὲ λάλει ἃ πρέπει τῇ ὑγιαινούσῃ διδασκαλίᾳ. Πρεσβύτας νηφαλίους εἶναι, σεμνούς, σώφρονας, ὑγιαίνοντας τῇ πίστει, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ὑπομονῇ. Πρεσβύτιδας ὡσαύτως ἐν καταστήματι ἱεροπρεπεῖς, ... καλοδιδασκάλους, ἵνα σωφρονίζωσι τὰς νέας φιλάνδρους εἶναι, φιλοτέκνους, σώφρονας, ἁγνάς, οἰκουρούς, ἀγαθάς... Τοὺς νεωτέρους ὡσαύτως παρακάλει σωφρονεῖν, περὶ πάντα σεαυτὸν παρεχόμενος τύπον καλῶν ἔργων...» (Τίτ. α΄ 1-7).
Ὀ Ἀρχιεπίσκοπος Εἰρηναῖος κάνει πράξη διαρκῶς τούς στίχους τοῦ τραγουδιοῦ πού τόν χαρακτηρίζει, γι᾿ αὐτό καί τό ἀγαπᾶ καί τό σιγοτραγουδᾶ συχνά-πυκνά: «Ν᾿ ἀγαπᾶς τά βουνά καί τά πέλαγα, τούς γνωστούς καί τούς ἄγνωρους τόπους, τά πουλιά, τά λουλούδια, τά σύννε