Ομιλία του Εντιμολογιωτάτου κ. Ιωάννου Τσερεβελάκη, στην Εκδήλωση του ΕΜΙ για την Εορτή των Αγίων Τριών Ιεραρχών 2019
ΙΩΑΝΝΗΣ Γ. ΤΣΕΡΕΒΕΛΑΚΗΣ
ΑΡΧΩΝ ΠΡΩΤΟΝΟΤΑΡΙΟΣ
ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ-ΘΕΟΛΟΓΟΣ
ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ
(Ομιλία στο Πνευματικό Κέντρο της Ι.Α. Κρήτης- 30 Ιανουαρίου 2019)
Πρόλογος
Ξεκινώντας θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον Σεβασμιώτατο αρχιεπίσκοπο Κρήτης κ. Ειρηναίο καθώς και όλο το Δ.Σ. του Επικοινωνιακού και Μορφωτικού Ιδρύματος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης για την τιμή που επιδαψίλευσαν στην ταπεινότητά μου να εκφωνήσω τον πανηγυρικό λόγο απόψε, με την ευκαιρία της εορτής των μεγίστων φωστήρων της οικουμένης και προστατών των ελληνικών Γραμμάτων και της ελληνικής παιδείας Τριών Ιεραρχών. Το θέμα που θα αναπτύξω φέρει τον τίτλο: «Τα ελληνικά Γράμματα και οι Τρεις Ιεράρχες». Προτού, όμως, ξεκινήσω, θα ήθελα να δώσω δυο ιστορικές πληροφορίες: α. ο από κοινού εορτασμός της μνήμης τους ξεκίνησε τον 11ο αιώνα από τον άγιο Ιωάννη τον Μαυρόποδα, μητροπολίτη Ευχαΐτων, και β. οι Τρεις Ιεράρχες αναδείχτηκαν οι προστάτες των ελληνικών Γραμμάτων και της ελληνικής παιδείας από το Ακαδημαϊκό έτος 1843-44, όταν η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Αθηνών καθιέρωσε την γιορτή των μεγάλων αυτών Οικουμενικών Διδασκάλων ως γιορτή και των Ελληνικών Γραμμάτων.
Τα ελληνικά Γράμματα
Ας προσδιορίσουμε καταρχάς τον όρο «Ελληνικά Γράμματα», έτσι όπως τον κατανοούσαν στα χρόνια των Τριών Ιεραρχών. Με τον όρο εννοούμε όλη τη συγγραφική παραγωγή των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, από τον Όμηρο και τους προσωκρατικούς φιλοσόφους έως και τους συγγραφείς των ελληνιστικών χρόνων, δηλαδή για μια συγγραφική παραγωγή δώδεκα αιώνων. Οι συγγραφείς αυτοί φτάνουν τον τεράστιο αριθμό των 2.000, για πολλά έργα των οποίων, όμως, γνωρίζουμε μόνο τον τίτλο τους[i]. Εδώ, βέβαια, δεν μας ενδιαφέρει τόσο ο αριθμός των συγγραφέων ή το πλήθος των έργων τους. Κυρίως μας ενδιαφέρει η ποιότητα της συγγραφικής παραγωγής τους, η αξία των έργων τους, το περιεχόμενο αλλά και η αισθητική της μορφής αυτών των έργων. Κι επειδή οι συγγραφείς με τους οποίους κυρίως ήλθαν σε επαφή και μελέτησαν οι Τρεις Ιεράρχες ήταν οι ποιητές, οι ιστορικοί, οι ρήτορες και οι φιλόσοφοι, θα προσπαθήσουμε να δείξουμε γενικά την αξία των έργων των συγκεκριμένων συγγραφέων, δηλαδή την αξία των ελληνικών Γραμμάτων, τα οποία, παρά την-ως μη ώφελε- κάποια υποχώρηση της μελέτης τους στις σημερινές κοινωνίες, όχι μόνο εξακολουθούν να θαυμάζονται αλλά και, είτε το θέλουν κάποιοι είτε όχι, να αποτελούν τα ριζώματα του δυτικού πολιτισμού.
Όπως σημειώνει η μεγάλη Γαλλίδα ελληνίστρια Jacqueline de Romilly στο έργο της με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Γιατί η Ελλάδα;» (εκδ. Το άστυ, Αθήνα 1996), τα έργα των αρχαίων Ελλήνων (κυρίως αυτά του 5ου π.Χ. αιώνα) «ξεχώριζαν με μια εξαιρετική προσπάθεια προς το ανθρώπινο και καθολικό»[ii], που σημαίνει πως οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς αποσκοπούσαν σε γενικές επαληθεύσεις για τη ζωή, για τους ανθρώπους, για όλους τους ανθρώπους[iii], κάτι που δείχνει το ενδιαφέρον τους για τον άνθρωπο και τη εγκόσμια μοίρα του, με βάση και μόνο το γεγονός ότι είναι άνθρωπος. Υπ’ αυτή την έννοια, η αρχαία Ελλάδα είναι ο τόπος που γέννησε αυτό που ονομάζουμε σήμερα «ανθρωπισμό». Σ’ αυτό το πλαίσιο μπορούμε να δούμε και όλες τις μεγάλες αξίες και ιδέες που προσέφερε στον κόσμο και τις οποίες αποπνέουν τα κείμενα της αρχαίας ελληνικής Γραμματείας. Αναφέρομαι στη δημοκρατία, στην ελευθερία, στην ανεκτικότητα, στη δικαιοσύνη, στην ευσέβεια, στο σεβασμό προς τους νόμους- γραπτούς και άγραφους- στην εναντίωση στη βία και τον πόλεμο, στη χρήση της πειθούς, στην επιδίωξη της αρετής, στην αγάπη προς τα γράμματα και τις τέχνες. Και μπορεί, βέβαια, η Ελλάδα της εποχής εκείνης, όπως γράφει και πάλι η Romilly, να μην «επινόησε τίποτα το τόσο άμεσο και συναισθηματικό όσο η χριστιανική αγάπη που αγκαλιάζει όλα τα πλάσματα στο όνομα του χριστιανικού μηνύματος», «αλλά η επιδίωξη για καθολικότητα την έκανε να βρει, μέσα στην κοινή ιδιότητα των ανθρώπων, την πηγή μιας αδελφικής επικοινωνίας. Όταν ο καθένας συνειδητοποιεί ότι είναι άνθρωπος, τότε «μπαίνει στη θέση» των άλλων ανθρώπων»[iv]. Επομένως, οι αρχαίοι Έλληνες έφτασαν κοντά ακόμη και στη χριστιανική αγάπη, όπως καθαρά το δείχνει η πασίγνωστη φράση της Αντιγόνης από τον ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή: Οὔτοι συνέχθειν ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν» (στ. 523). Ίσως πει κάποιος πως τις αξίες αυτές δεν τις επινόησαν μόνον οι Έλληνες και ότι ίσως υπήρξαν και αλλού. Οι Έλληνες, ωστόσο, είχαν τη «μοναδική τιμή (…)να διατυπώσουν τις διάφορες αυτές αξίες, να τις ορίσουν, να προβάλουν, από αόριστες εμπνεύσεις ή παραδόσεις, στις οποίες παραμένουν οι άλλοι, μια εικόνα σαφή, φωτεινή, παγκόσμια, η οποία, ζώντας μέσα στα κείμενα, μπορούσε να επικοινωνεί με τις άλλες ή ακόμα να ενισχύεται από αυτές, όταν εκείνες ήταν μόνο συγκεχυμένες και αόριστες. Ασφαλώς πολλοί λαοί θα είχαν παραδεχθεί ότι μια αδελφή οφείλει να θάψει τον αδελφό της. Οι λαοί όμως αυτοί δεν έγραψαν μια Αντιγόνη.»[v]. Να σημειώσουμε ακόμη ότι η αρχαία ελληνική γλώσσα υπήρξε το τέλειο όργανο με το οποίο όχι μόνο γράφτηκαν τα κορυφαία έργα της αρχαίας ελληνικής Γραμματείας αλλά και της οποίας το λεξιλόγιο είναι και σήμερα το διεθνές λεξιλόγιο της πολιτικής, των επιστημών και της φιλοσοφίας. Ωστόσο, δίπλα σε όλα αυτά τα σπουδαία, τα αρχαιοελληνικά κείμενα βρίθουν από ένα πλήθος παγανιστικών στοιχείων και συχνά είναι φορείς μιας ηθικής αντίθετης προς τις μεγάλες χριστιανικές αξίες, στοιχεία που δεν ήταν δυνατόν να γίνουν αποδεκτά από τους χριστιανούς Πατέρες και συγγραφείς.
Οι Τρεις Ιεράρχες και η εποχή τους
Ύστερα από αυτή τη σύντομη παρουσίαση της έννοιας και της αξίας των ελληνικών Γραμμάτων, είναι σημαντικό, προκειμένου να καταλάβουμε τη στάση των Τριών Ιεραρχών απέναντι στα Ελληνικά Γράμματα, να αναφερθούμε συντόμως στην εποχή κατά την οποία έζησαν. Σημειώνουμε εξαρχής ότι η μεγάλη φιλοσοφική παράδοση της αρχαίας Ελλάδας παρέμενε ζωντανή (και παρέμεινε ζωντανή σε όλη την ιστορία του Βυζαντίου). Ήδη ο Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυρας (2ος μ. Χ. αι.), στη διδασκαλία του «περί σπερματικού λόγου» έγραφε ότι «οἱ μετὰ λόγου βιώσαντες Χριστιανοί εἰσι, κἄν ἄθεοι ἐνομίσθησαν, οἷον ἐν Ἕλλησι Σωκράτης καὶ Ἡράκλειτος»[vi] και σημείωνε ότι «ενώ εύχομαι και αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να είμαι ολοφάνερα χριστιανός, ομολογώ όχι ότι οι διδασκαλίες του Πλάτωνα είναι ξένες προς τον Χριστό, αλλά ότι δεν είναι τελείως όμοιες, όπως ακριβώς ούτε οι διδασκαλίες των άλλων στωικών και ποιητών και συγγραφέων. Διότι ο καθένας τους, βλέποντας από τη μεριά του σπερματικού θείου λόγου ό,τι είναι συγγενικό (προς τη διδασκαλία του Χριστού) καλώς το είπε. (…) Όσα, λοιπόν, από όλους (τους Έλληνες φιλοσόφους) έχουν ειπωθεί σωστά, είναι δικά μας, εμάς των χριστιανών»[vii]. Στα χρόνια αυτά, επίσης, εξακολουθούν να λειτουργούν μεγάλες φιλοσοφικές και ρητορικές σχολές, όπου διδάσκονταν οι Έλληνες συγγραφείς, όπως η Ακαδημία των Αθηνών, στην οποία φοιτούσαν τόσο ειδωλολάτρες όσο και χριστιανοί νέοι, η σχολή της Αντιόχειας (η Αντιόχεια άκμαζε τότε τόσο πολύ στα γράμματα και στις τέχνες, ώστε να αποκαλείται «Συριάδες Αθήναι») και η σχολή της Αλεξάνδρειας, ενώ ανθούσε η φιλοσοφία του νεοπλατωνισμού και η διδασκαλία της ρητορικής τέχνης από επιφανείς διδασκάλους, όπως ο Λιβάνιος στην Αντιόχεια. Ακόμη κι εκείνοι οι χριστιανοί που ήταν αντίθετοι στα ελληνικά Γράμματα, θεωρούσαν ότι οι σπουδές στη ρητορική, την αριθμητική, τη γεωμετρία, τη φιλοσοφία ή την αστρονομία, ενώ δεν δίδασκαν την αλήθεια, «μπορούσαν ωστόσο να χρησιμοποιηθούν ως όπλα εναντίον της πλάνης»[viii]. Αυτή είναι γενικά η θέση που επικράτησε στο Βυζάντιο αναφορικά με τα ελληνικά Γράμματα. Γι’ αυτό και βλέπουμε ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας αντλούσαν την ορολογία από τους Έλληνες φιλοσόφους, προκειμένου να διατυπώσουν τα δόγματα της Εκκλησίας, και χρησιμοποιούσαν την ελληνική ρητορική τέχνη, για να ερμηνεύσουν και να υπερασπίσουν τη χριστιανική θεολογία. Οι πιο αξιομνημόνευτοι από αυτούς είναι οι Καππαδόκες Πατέρες, οι οποίοι έζησαν στα χρόνια της μεγάλης συνάντησης του ελληνικού πνεύματος με τον χριστιανισμό. Παρ’ όλα αυτά, μέχρι τον 3ο αιώνα ελληνισμός και Χριστιανισμός ήταν, γενικά, έννοιες αντιφατικές και ασυμβίβαστες[ix].
Ο 4ος αιώνας, δηλ. ο αιώνας που ζουν οι Τρεις Ιεράρχες, είναι ο αιώνας εδραίωσης του χριστιανισμού, ύστερα από τον Μ. Κωνσταντίνο και το Διάταγμα των Μεδιολάνων (313 μ.Χ.), αλλά και ο αιώνας των μεγάλων αιρέσεων. Μια προσπάθεια από τον μορφωμένο και υπό την βαθύτατη επιρροή της ελληνικής παιδείας Ιουλιανό, τον επονομαζόμενο «παραβάτη», επιστροφής στην ειδωλολατρία αυτό τον αιώνα απέτυχε. Όμως, ο πιο μεγάλος κίνδυνος για τη χριστιανική διδασκαλία προερχόταν από τις αιρέσεις, οι οποίες υπήρξαν αποτέλεσμα της προσπάθειας κάποιων φιλοσοφούντων μέσα από το χώρο της Εκκλησίας να προσεγγίσουν και να ερμηνεύσουν τα δόγματα της Εκκλησίας με λογικές απλώς κατηγορίες ή απολυτοποιώντας μόνο μια πτυχή της διδασκαλίας της Εκκλησίας, πάντοτε με διανοητικό- ορθολογικό τρόπο, δηλαδή με ένα τρόπο που σχηματοποιεί απλουστευτικά την εκκλησιαστική αλήθεια[x]. Οι αιρετικοί, δηλαδή, θέλησαν, εκούσια ή ακούσια, να υποτάξουν την εμπειρία και την αλήθεια της Εκκλησίας στη λογική και τη φιλοσοφία. Οι σπουδαιότερες αιρέσεις του 4ου αιώνα, που μας ενδιαφέρει εδώ, ήταν ο αρειανισμός, τον οποίο καταδίκασε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος της Νίκαιας το 325 μ. Χ., και η αίρεση του Μακεδονίου που αμφισβητούσε τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος και την οποία καταδίκασε η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος το 381 μ.Χ. .
Μέσα σε αυτό το κλίμα της συνάντησης του χριστιανισμού, που έμπαινε δυναμικά στην ιστορία, με το ελληνικό πνεύμα, που είχε αρχίσει να υποχωρεί, των μεγάλων αλλαγών αλλά και των αιρέσεων και των ταραχών έζησαν και έδρασαν οι Τρεις Ιεράρχες. Δεν θα παραθέσω τα βιογραφικά τους στοιχεία εδώ, αλλά θα προσπαθήσω να δείξω τα κοινά μεταξύ τους σημεία, ώστε βάσει αυτών να παρουσιάσουμε στη συνέχεια τη στάση τους έναντι των ελληνικών Γραμμάτων. Και οι τρεις έζησαν και έδρασαν κατά τον 4ο μ. Χ. αιώνα, ο οποίος εξαιτίας τους ονομάστηκε και «χρυσούς αιώνας» των χριστιανικών Γραμμάτων. Ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος ήταν συμπατριώτες από την Καππαδοκία, συμφοιτητές και επιστήθιοι φίλοι (ο Ιωάννης, ως γνωστόν, ήταν Αντιοχεύς). Και οι τρεις είχαν σπουδάσει και είχαν μελετήσει σε βάθος τα ελληνικά Γράμματα (λογοτεχνία, ρητορική, φιλοσοφία αλλά και μαθηματικά και αστρονομία, ακόμη και ιατρική), ο Βασίλειος στην Αθήνα, ο Γρηγόριος στην Καισάρεια, στην Αλεξάνδρεια και κυρίως στην Αθήνα, ο δε Χρυσόστομος στην Αντιόχεια δίπλα στο μεγάλο ρήτορα Λιβάνιο (στον Λιβάνιο είχε μαθητεύσει και ο Βασίλειος). Και οι τρεις γνώριζαν άριστα την ελληνική γλώσσα, όπως δείχνουν τα κείμενά τους, υπήρξαν δε δεινοί ρήτορες. Και οι τρεις, προτού γίνουν κληρικοί, άσκησαν το επάγγελμα του ρήτορα-νομικού. Και οι τρεις υπηρέτησαν την Εκκλησία ως αρχιερείς. Μάλιστα, ο Γρηγόριος και ο Ιωάννης εξελέγησαν πατριάρχες Κων/λεως. Ο Βασίλειος και ο Ιωάννης είχαν να επιδείξουν κι ένα κοινωνικό έργο μοναδικό στην εποχή τους. Και οι τρεις αντιμετώπισαν όχι μόνο τις αιρέσεις και τις εξουσίες της εποχής αλλά και ανθρώπους από το χώρο της Εκκλησίας, οι οποίοι είτε τους φθόνησαν είτε δεν άντεξαν το πνευματικό φως που εξέπεμπαν και την αγιοσύνη του βίου τους. Τέλος, και οι τρεις άφησαν ένα τεράστιο σε ποσότητα και μοναδικό σε ποιότητα και ποικιλία συγγραφικό έργο σε μια άπταιστη αττικίζουσα γλώσσα.
Η στάση των Τριών Ιεραρχών έναντι των ελληνικών Γραμμάτων
Ας έλθουμε τώρα στην παρουσίαση της στάσης των Τριών Ιεραρχών έναντι των ελληνικών Γραμμάτων. Μέσα στο δύσκολο 4ο αιώνα, ο χριστιανισμός είχε λόγους να συνεχίσει να συγκρούεται με τον ελληνισμό και να τον απορρίψει ολοσχερώς, αφού, αφενός, και η λ. «Έλλην» ταυτιζόταν σχεδόν με τη λ. «ειδωλολάτρης» και, αφετέρου, είχε τη δύναμη να το κάμει, αφού είχε ήδη θριαμβεύσει με τον Μ. Κωνσταντίνο. Επίσης, οι αιρέσεις, όπως είδαμε, ήταν γεννήματα μιας προσέγγισης και στη συνέχεια διαστρέβλωσης της χριστιανικής πίστης που ξεκινούσε από την ελληνική φιλοσοφία. Από την άλλη, οι διαφορές αντιλήψεως που χώριζαν εκείνη την εποχή τους δύο κόσμους φαίνονταν αγεφύρωτες και αντιφατικές, τόσο ως προς τον τρόπο ζωής όσο και ως προς την αντίληψη για το θείο. Ό, τι για τους Έλληνες ήταν μωρία, για τους χριστιανούς ήταν σοφία, σύμφωνα και με τους λόγους του Παύλου: «Ἡµεῖς κηρύσσοµεν Χριστὸν ἐσταυρωµένον. Ἰουδαίοις µὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ µωρίαν, αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν.» (Κορ. Α΄ 1, 23). Ωστόσο, οι Τρεις μεγάλοι αυτοί διδάσκαλοι της Εκκλησίας και φωστήρες της οικουμένης, σπουδασμένοι σε ελληνικές φιλοσοφικές και ρητορικές σχολές, διαβλέπουν, αφενός, την αξία των ελληνικών Γραμμάτων και, αφετέρου, την εκφραστική δύναμη της ελληνικής γλώσσας, στην οποία είχε γραφτεί η Καινή Διαθήκη και είχε μεταφραστεί η Παλαιά και της οποίας οι ίδιοι, όπως είπαμε, ήταν άριστοι χειριστές. Επίσης, συνειδητοποιούν αυτό που επιβάλλει η ιστορική στιγμή και η ιστορική αναγκαιότητα: ότι δηλαδή, για να αντικρούσουν το φιλοσοφικό υπόβαθρο των αιρέσεων, να διατυπώσουν τα δόγματα και να ερμηνεύσουν την εμπειρία του Τριαδικού Θεού, πρέπει να καταφύγουν σε όρους της ελληνικής φιλοσοφίας, αυτούς που χρησιμοποιούσαν στρεβλά και οι αιρεσιάρχες. Τέλος πρέπει να πούμε ότι, τα χρόνια εκείνα ο χριστιανισμός είχε αρχίσει να εισδύει στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, που είχαν υψηλή ελληνική παιδεία και μόρφωση και οι οποίες, όπως λέγει ο Παύλος, αγαπούσαν τη σοφία (Α΄ Κορ. 1,22). Έπρεπε, επομένως, οι Τρεις Ιεράρχες, απευθυνόμενοι στις συγκεκριμένες τάξεις, να δείξουν ότι η χριστιανική διδασκαλία δεν υστερούσε σε σοφία σε σχέση με τον ελληνισμό και ότι ο χριστιανισμός δεν ήταν εχθρικός έναντι των Γραμμάτων και της παιδείας, δεν ήταν δηλαδή σκοταδιστικός. Απλώς, η σοφία του χριστιανισμού πήγαινε πιο πέρα από την ανθρώπινη σοφία, ήταν σοφία «ἄνωθεν κατερχομένη» κα όχι κοσμική και επίγεια (Ιακ. 3,15). Για όλους αυτούς τους λόγους, οι Τρεις μεγάλοι οικουμενικοί διδάσκαλοι λαμβάνουν έναντι των ελληνικών Γραμμάτων μια διαφορετική στάση, μια στάση θετική, κάνοντας επί της ουσίας μια μεγάλη υπέρβαση, χαράζοντας, όμως, και τις «κόκκινες γραμμές» τους, για να χρησιμοποιήσουμε κι έναν όρο του συρμού. Κρατούν, δηλαδή, από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς οτιδήποτε μπορεί και να είναι ωφέλιμο πνευματικά και να προαγάγει την πίστη και το ήθος των χριστιανών. Προϋπόθεση είναι όλα να υπηρετούν την αλήθεια του Ευαγγελίου, το γεγονός της σαρκώσεως του Λόγου. Προχωρούν, δηλαδή, στην με προσεκτικά βήματα κατάφαση των ελληνικών Γραμμάτων και στη σύζευξη του χριστιανισμού με την ελληνική παιδεία, σύζευξη η οποία, όπως γράφει ο Γ. Μπαμπινιώτης: «α) εδραιώνει μια για πάντα τη συμπόρευση Ελληνισμού και Ορθοδοξίας στον ελληνικό χώρο, σφραγίζοντας τη φυσιογνωμία τού Βυζαντίου και της συνέχειάς του, του Νεότερου Ελληνισμού. β) περνάει μέσα στην Εκπαίδευση των Ελλήνων τη σύζευξη ελληνικής παιδείας και ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας, γ) συνδέει μια για πάντα την Εκκλησία µε τα ελληνικά γράμματα, ξεκαθαρίζοντας ότι η πίστη στον Χριστό και στα διδάγματα τής ορθόδοξης διδασκαλίας δεν αντιστρατεύονται την παράδοση στις επιστήμες, τις τέχνες και στα γράμματα που εδηµιούργησε ο ελληνικός στοχασμός.»[xi].
Για να φανεί, όμως, εναργέστερα η στάση των Τριών Ιεραρχών απέναντι στα ελληνικά Γράμματα, θα ερανιστώ κάποια αποσπάσματα από τα ίδια τα κείμενά τους, ξεκινώντας από τον Μ. Βασίλειο και ειδικά από τον περίφημο λόγο του με τον τίτλο «Πρὸς τοὺς νέους ὅπως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων», ένα λόγο που απευθύνεται σε νέους ηλικίας 15-18 χρόνων. Στο λόγο αυτό, όπου ο ιερός συγγραφέας κάνει αναφορές σε κείμενα των Ομήρου, Ησιόδου, Θέογνι, Σόλωνα, Αρχιλόχου, Ευριπίδη, Αισχύλου, Ηροδότου, Πιττακού, Προδίκου, Πλάτωνα, Ξενοφώντα, Δημοσθένη, Αντισθένη, Διογένη Λαερτίου, Ιπποκράτη, Πλουτάρχου κ.ά. (γεγονός που δείχνει την τεράστια αρχαιομάθειά του), ο Μ. Βασίλειος προτρέπει μεν στους νέους να μελετούν τα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, επισημαίνοντας, ωστόσο, τους κινδύνους που κρύβονται σ’ αυτή τη μελέτη, η οποία για το λόγο αυτό πρέπει να γίνεται με προσοχή και διάκριση και να είναι εκλεκτική[xii]. Γράφει: «(…) δεν πρέπει παραδίνοντας ανεπιφύλακτα στους ανθρώπους αυτούς (ενν. τους αρχαίους σοφούς και συγγραφείς) τα πηδάλια του νου σας, οπουδήποτε κι αν σας οδηγούν, να τους ακολουθείτε, όπως συμβαίνει με το πλοίο. Αντίθετα, αφού παίρνετε από τη μελέτη σας ό, τι είναι ωφέλιμο, να μπορείτε να διακρίνετε και τι πρέπει να παραβλέπετε»[xiii]. Συνιστά στους νέους να μη δίνουν προσοχή σε όλα όσα γράφουν οι ποιητές, αλλά να τους αγαπούν και να τους θαυμάζουν μόνον όταν διηγούνται και παρουσιάζουν πράξεις ή λόγια ενάρετων ανδρών: «καὶ ποιηταῖς καὶ λογοποιοῖ�